Τι σημαίνει το medida στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης medida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του medida στο ισπανικά.

Η λέξη medida στο ισπανικά σημαίνει μέτρηση, μεζούρα, μονάδα μέτρησης, μετρικό σύστημα, μέθοδος μέτρησης, μέτρα, σφηνάκι, διαστάσεις, μέτρο, δόση, πρότυπο, μέτρηση, πρότυπο, αρχή, μετρώ, μετράω, μετρώ, τοπογραφώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, χρονομετρώ, ακολουθώ το μέτρο, μοιράζω, αναλύω, παίρνω τα μέτρα, μήκος, προσωπικός, προσαρμόζω στις ανάγκες μου, προσαρμοσμένος, κατά παραγγελία, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, κατά παραγγελία, ειδική παραγγελία, ειδικά φτιαγμένος, κατά παραγγελία, σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, όσο το δυνατό μακρύτερα, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, σε ένα βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, σε ποιόν βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, προσαρμοσμένος στις ανάγκες, δριμύτητα, σφοδρότητα, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, χοντρική εκτίμηση, μέγεθος κολάρου, κατά παραγγελία, ακριβής ποσότητα, ύψος, μετρητής, όργανο μέτρησης, προληπτικό μέτρο, προσωρινό μέτρο, διορθωτική κίνηση, ειδική παραγγελία, εξατομικευμένη λύση, στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος, προοδευτικό μέτρο, χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας, περιφέρεια, την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με, φτιάχνω κτ κατά παραγγελία, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελία, κατά μεγάλο μέρος, σε ποιόν βαθμό, κατά παραγγελία, καταλαβαίνω, κατά παραγγελία, που στέκεται, αληθινά, πραγματικά, καθώς περνά ο καιρός, μέτρα ασφαλείας, προφυλάξεις ασφαλείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης medida

μέτρηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El científico escribió las medidas de sus instrumentos.
Ο επιστήμονας σημείωσε τις μετρήσεις από τα όργανά του.

μεζούρα

(ποσότητα αλκοόλ, 44ml)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μονάδα μέτρησης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En los Estados Unidos usan la libra como medida.
Στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις λίβρες ως μονάδα μέτρησης.

μετρικό σύστημα

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El litro es una medida para líquidos.
Το λίτρο είναι ένα μετρικό σύστημα για τα υγρά.

μέθοδος μέτρησης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Desarrollaron medidas para evaluar la efectividad de los nuevos métodos de enseñanza.

μέτρα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tengo las medidas de la habitación en mi agenda.
Έχω τα μέτρα του δωματίου στο σημειωματάριό μου.

σφηνάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El barista midió dos medidas de ron para el trago.

διαστάσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las medidas del patio eran de treinta por noventa metros.
Οι διαστάσεις του γηπέδου ήταν 30 x 90 μέτρα.

μέτρο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La medida fue aprobada por la cámara legislativa.
Το μέτρο εγκρίθηκε από το νομοθετικό σώμα.

δόση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En los bares ingleses la medida estándar para licores es de 25 ml.
Στις παμπ της Αγγλίας, η τυπική ποσότητα για τα οινοπνευματώδη ποτά είναι τα 25 ml.

πρότυπο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por favor asegúrate de que la cantidad en cada barril sea conforme a la medida.

μέτρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρότυπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Debemos seguir todos los controles de regulación.

αρχή

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El anti-aborto es una política de la plataforma del partido republicano.

μετρώ

verbo transitivo (με όργανο μέτρησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito medir el tablón antes de cortarlo.
Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο.

μετράω, μετρώ

(con un indicador)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro medía la temperatura del motor.
Το θερμόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του κινητήρα.

τοπογραφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos midieron la propiedad para que el mapa se trazara correctamente.
Τοπογράφησαν την περιοχή για φτιάξουν τον χάρτη σωστά.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mide las próximas diez tablas que se van a cortar.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquí miden el agua, así que pagamos sólo por lo que usamos.
Το νερό εδώ μετράται και έτσι πληρώνουμε για όσο χρησιμοποιούμε.

χρονομετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El entrenador midió el tiempo de la carrera corta del corredor.
Ο προπονητής χρονομέτρησε την κούρσα του αθλητή.

ακολουθώ το μέτρο

(literatura: métrica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este verso carece de métrica.
Αυτός ο στίχος δεν ακολουθεί το μέτρο.

μοιράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλύω

(versos) (όσον αφορά το μέτρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora le pidió a sus alumnos que analizaran el poema.
Η δασκάλα ζήτησε από την τάξη να αναλύσει το ποίημα.

παίρνω τα μέτρα

(κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La asistente midió a Lizz y le trajo una selección de jeans para que se probara.

μήκος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La colección de té personalizada de la Sra. Smith tiene mezclas que hace ella misma.

προσαρμόζω στις ανάγκες μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mujer personalizó su ropa haciéndola según sus medidas exactas.

προσαρμοσμένος

(σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El programa de estudios en el extranjero está hecho según las necesidades de los estudiantes.
Το πρόγραμμα για σπουδές στο εξωτερικό είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε φοιτητή.

κατά παραγγελία

(ropa)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La ropa hecha a medida debería quedarte mejor que la de una tienda.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Savile Row, en Londres, es el mejor sitio para hacerse un traje a medida.

κατά παραγγελία

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδική παραγγελία

locución adjetiva

ειδικά φτιαγμένος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά παραγγελία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las oportunidades de reelección del Presidente dependen en gran medida de la situación económica.

σε μεγάλο βαθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los humanos comparten, en gran medida, el ADN con los chimpancés.

σε κάποιο βαθμό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La inteligencia es determinada en cierta medida por la genética.

όσο το δυνατό μακρύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, durante la visita, eviten el uso del celular en la medida de lo posible.

μερικώς, σε κάποιο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ένα βαθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La pervivencia del negocio está supeditada, en gran medida, al éxito económico a corto plazo.

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Creo que ha exagerado pero en cierta medida tiene razón, algunas de las deficiencias que señaló son reales.

σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Contribuiré al proyecto de traducción comunitaria en la medida en que me sea posible.

σε ποιόν βαθμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Hasta qué punto crees que este programa afectará a la gente joven?
Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους;

στο βαθμό που, στο μέτρο που

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eran rivales en la medida en que ambos habían publicado trabajos sobre el mismo tema.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται.

προσαρμοσμένος στις ανάγκες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δριμύτητα, σφοδρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tomó varios momentos antes de que alguien entendiese la seriedad de la situación.

πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castigo corporal ya no es una medida disciplinaria aceptable.

χοντρική εκτίμηση

Estudiando las acciones de la gente tendrás una medida aproximada de su carácter.

μέγεθος κολάρου

(ενδύματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατά παραγγελία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los motociclistas admiraron el trabajo hecho a medida de todas las motos estacionadas afuera del bar.

ακριβής ποσότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le pedí un galón pero me dio una medida completa.

ύψος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μετρητής, όργανο μέτρησης

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesito algún tipo de aparato de medida para medir con precisión la profundidad del océano.

προληπτικό μέτρο

Algunas mujeres usan píldoras anticonceptivas como medida preventiva para evitar embarazos. // Lavarse las manos con frecuencia es una medida preventiva contra enfermedades.

προσωρινό μέτρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un torniquete es una medida provisional para detener la hemorragia hasta que los médicos puedan coser la herida.

διορθωτική κίνηση

(μεταφορικά)

El programa de acción correctiva es muy detallado.

ειδική παραγγελία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξατομικευμένη λύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta empresa de software promete una solución a medida de las necesidades de cada cliente.

στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προοδευτικό μέτρο

χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Agregar barandas a las escaleras externas del tribunal fue una medida de seguridad importante durante las renovaciones.

περιφέρεια

(διαστάσεις σώματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al mismo tiempo que se desarrollaban estos hechos en la calle, otro drama estaba ocurriendo en el interior de la vivienda.

φτιάχνω κτ κατά παραγγελία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Como no le gustaron ninguno de los escritorios que vio, se mandó a hacer uno a medida para su nueva oficina.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελία

locución adjetiva (tienda)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά μεγάλο μέρος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pudimos tener todo lo de la fiesta preparado a tiempo, en buena parte (or: en buena medida) gracias a la ayuda de mi hermano.

σε ποιόν βαθμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sabemos que las escuelas sufrirán los recortes de presupuesto, pero no sabemos hasta qué punto.

κατά παραγγελία

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El carpintero hizo un armario a medida para llenar el hueco.
Ο ξυλουργός έφτιαξε ένα ντουλάπι κατά παραγγελία για να γεμίσει ο χώρος.

καταλαβαίνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατά παραγγελία

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που στέκεται

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αληθινά, πραγματικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En gran medida él fue un miembro activo del equipo.

καθώς περνά ο καιρός

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέτρα ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προφυλάξεις ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του medida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του medida

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.