Τι σημαίνει το nome στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nome στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nome στο πορτογαλικά.

Η λέξη nome στο πορτογαλικά σημαίνει όνομα, όνομα, επωνυμία, όνομα, όνομα, όνομα, όνομα, κατ' όνομα, όνομα, εμπορική ονομασία, ονομασία, παρατσούκλι, που μπορεί να ονομαστεί, αναγνωρισμένος, ψευδώνυμο, μικρό όνομα, που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένε, ονομάζομαι, κατ΄ όνομα, προς όφελος, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, με το όνομά μου, όνομα, όνομα χρήστη, μικρό όνομα, καλό όνομα, πατρικό, επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα του δρόμου, πως τον λένε, βαφτιστικό όνομα, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, γενικό όνομα, μεσαίο όνομα, ψευδώνυμο, βαπτιστικό, βαφτιστικό, κύριο όνομα, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, επιστημονικός όρος, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, εμπορικό όνομα, θέση, αρχικό μεσαίου ονόματος, καλλιτεχνικό όνομα, κωδικός χρήστη, άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία, όνομα χρήστη, με φωνάζουν, όνομα ολογράφως με κεφαλαία, ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, μεγάλο όνομα, ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, υποψήφιος του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται στο ψηφοδέλτιο και πρέπει να το γράψουν οι ψηφοφόροι, διάσημος, όνομα και διεύθυνση, εκ μέρους, στο όνομα του, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, λούζω με βρισιές, καθαρίζω το όνομα μου, χαλάω το όνομα κάποιου, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, κάνω μνεία σε κπ, έχω τριζόνες στον κώλο μου, αποκαλώ με λάθος όνομα, αποκαλώ με λάθος όνομα, φέρω το όνομα, να με πάρει και να με σηκώσει, κατ' όνομα, όνομα χρήση, χρήση εσφαλμένου ονόματος, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, όνομα χρήστη, ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο, συγγραφή εκ μέρους άλλου, μικρά ονόματα, αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα, καταβλητέος σε κπ/κτ, πληρωτέος σε κπ/κτ, ψευδώνυμο, όνομα τομέα, θεωρητικά, δεύτερο όνομα, επωνυμία, όνομα αρχείου, αποκαλώ κπ με το μικρό του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nome

όνομα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O meu nome é Peter Smith.
Με λένε Πίτερ Σμιθ.

όνομα

substantivo masculino (gíria)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επωνυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όνομα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Qual é o seu nome?
Πώς σε λένε;

όνομα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Colin quer um novo nome para sua banda. // Muitas cidades dos EUA têm nomes em espanhol.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Κόλιν ψάχνει νέο όνομα για την μπάντα του.

όνομα

substantivo masculino (reputação) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jill está tentando criar um nome para si.
Η Τζιλ προσπαθεί να φτιάξει ένα όνομα στον κλάδο της.

όνομα

substantivo masculino (celebridade) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os organizadores querem um grande nome para apresentar o banquete.
Οι διοργανωτές θέλουν ένα μεγάλο όνομα για οικοδεσπότη της δεξίωσης.

κατ' όνομα

substantivo masculino (aparência)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnson era presidente só no nome.
Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος μόνο κατ' όνομα (or: στα χαρτιά).

όνομα

substantivo masculino (renome, reputação) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele se casou pelo bom nome e contatos dela.
Την παντρεύτηκε για το καλό της όνομα και τις επαφές της.

εμπορική ονομασία

substantivo masculino (de marca)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πες μου τη μάρκα, το μοντέλο και την εμπορική ονομασία, για να δω αν θα μπορέσω να βρω το προϊόν.

ονομασία

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρατσούκλι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που μπορεί να ονομαστεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αναγνωρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Contribuições são aceitas somente de fontes identificadas.
Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές.

ψευδώνυμο

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρό όνομα

Nos EUA, "Michael" é um prenome popular para garotos. A maioria dos formulários requer o preenchimento do sobrenome seguido pelo prenome.
Το «Μάικλ» είναι ένα δημοφιλές αγορίστικο όνομα στις Η.Π.Α.

που ονομάζεται, που λέγεται, που τον λένε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela tinha um namorado chamado Tomás.
Έχει ένα φίλο που ονομάζεται (or: που λέγεται) Τομ.

ονομάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu nome é Joe.
Ονομάζομαι Τζόι.

κατ΄ όνομα

(não na prática)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προς όφελος

expressão (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Προς όφελος των καλών σχέσεων, είναι σημαντικό να τα πηγαίνεις καλά με τους γείτονές σου. Προς όφελος της ασφάλειας, θα πρέπει πάντα να βάζεις τη ζώνη ασφαλείας.

γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με το όνομά μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όνομα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian escreveu seu nome de batismo no pedaço de papel.
Ο Μπράιαν έγραψε το μικρό του όνομα στο χαρτί.

όνομα χρήστη

(inf., identificação)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μικρό όνομα

substantivo masculino

O primeiro nome da Sra. Johnson é Edith.
Το μικρό όνομα της κυρίας Τζόνσον είναι Έντιθ.

καλό όνομα

Apesar de nunca provadas, as alegações arruinaram seu bom nome. Um bom nome vale mais que ouro.

πατρικό

(όνομα)

Nos dias atuais, muitas mulheres mantêm seus nomes de solteira depois de se casarem.
Στις μέρες μας πολλές γυναίκες κρατάνε το πατρικό τους, αφότου παντρευτούν.

επώνυμο συζύγου, επίθετο συζύγου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

όνομα του δρόμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πως τον λένε

(informal: nome esquecido) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα.

βαφτιστικό όνομα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

(nomes: primeiro, do meio e sobrenome)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você sempre deve dar seu nome completo ao preencher formulários do governo. Por favor, diga seu nome completo para o juiz.
Πρέπει πάντα να δίνεις το ονοματεπώνυμό σου όταν συμπληρώνεις αιτήσεις για την κυβέρνηση. Παρακαλώ πείτε το ονοματεπώνυμό σας στον δικαστή.

γενικό όνομα

(nome de produto sem marca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεσαίο όνομα

expressão (nome próprio adicional)

Eu nunca uso meu nome do meio. O primeiro nome dele era Michael, mas todos o chamam pelo nome do meio, John.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον.

ψευδώνυμο

(figurado, pseudônimo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαπτιστικό, βαφτιστικό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κύριο όνομα

(nome)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

(nome comercial, nome de marca)

επιστημονικός όρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

(nome de marca)

εμπορικό όνομα

Alguém tem uma ideia melhor para um nome de marca?
Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα;

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O nome do cargo dele era "Gerente de Recursos Humanos".
Η θέση της ήταν «Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού».

αρχικό μεσαίου ονόματος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλλιτεχνικό όνομα

(pseudônimo de ator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κωδικός χρήστη

(computação: nome de login)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όνομα χρήστη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με φωνάζουν

(como alguém gosta de ser chamado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το όνομά της είναι Νταϊάνα Λιν, αλλά τη φωνάζουν Λιν.

όνομα ολογράφως με κεφαλαία

(nome escrito em letras maiúsculas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο

(nome completo oficial de uma pessoa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία

(título de negócio comercial)

μεγάλο όνομα

substantivo masculino (μεταφορικά)

ανεπίσημος υποψήφιος του οποίου το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υποψήφιος του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται στο ψηφοδέλτιο και πρέπει να το γράψουν οι ψηφοφόροι

(EUA)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διάσημος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όνομα και διεύθυνση

(detalhes pessoais)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ μέρους

locução prepositiva (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou telefonando em nome da minha filha, que perdeu a voz. O milionário mandou alguém para o leilão da pintura em seu nome.

στο όνομα του

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Luísa nunca teve medo de falar sem rodeios.

λούζω με βρισιές

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζω το όνομα μου

locução verbal (provar a inocência própria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλάω το όνομα κάποιου

locução verbal (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα

expressão (ficar famoso) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κάνω μνεία σε κπ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω τριζόνες στον κώλο μου

(figurado, ser irriquieto) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκαλώ με λάθος όνομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλώ με λάθος όνομα

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φέρω το όνομα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

να με πάρει και να με σηκώσει

interjeição (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' όνομα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όνομα χρήση

(dados de acesso)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρήση εσφαλμένου ονόματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

(nomes próprio e de família)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Culturas hispânicas usam o nome final da mãe como parte do nome completo do filho.
Οι ισπανόφωνοι πολιτισμοί συμπεριλαμβάνουν το επίθετο της μητέρας στο ονοματεπώνυμο του παιδιού.

όνομα χρήστη

(computação)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανεπίσημο υποψήφιος του οποίο το όνομα προστίθεται χειρόγραφα στο ψηφοδέλτιο

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγγραφή εκ μέρους άλλου

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρά ονόματα

substantivo masculino

Os primeiros nomes do Sr. Wilson são Howard e Nicolas.
Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας.

αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα

(transgênero) (τρανς άτομο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταβλητέος σε κπ/κτ, πληρωτέος σε κπ/κτ

(cheque) (λόγιος, επίσημο)

ψευδώνυμο

(BRA, informática)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Caio escolheu um nome de usuário e senha e entrou no site.
Ο Κάιλ επέλεξε ένα ψευδώνυμο και κωδικό ασφαλείας όταν γράφτηκε στην ιστοσελίδα.

όνομα τομέα

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θεωρητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεύτερο όνομα

επωνυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όνομα αρχείου

(computação)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποκαλώ κπ με το μικρό του

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nome στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του nome

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.