Τι σημαίνει το nurse στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nurse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nurse στο Αγγλικά.
Η λέξη nurse στο Αγγλικά σημαίνει νοσοκόμος, νοσοκόμα, περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαι, θηλάζω, παραμάνα, γκουβερνάντα, φροντίζω, θηλάζω, σιγοπίνω, αισθητικός με άδεια για χορήγηση ένεσης, προϊσταμένη, βοηθός οδοντιάντρου, νοσοκόμος, νοσηλευτής, τρέφω την ελπίδα ότι/πως, τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτ, καρχαρίας τροφός, πρακτική νοσοκόμα, σχολική νοσοκόμα, νοσηλευτής/νοσηλεύτρια χειρουργείου, επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτρια, νοσοκόμος, μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα, παραμάνα, θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μου, νταντεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nurse
νοσοκόμος, νοσοκόμαnoun (healthcare worker) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The patient called for the nurse. Ο ασθενής κάλεσε τον νοσοκόμο. |
περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαιtransitive verb (tend to: [sb], [sth] sick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was able to nurse the bird back to health. Μπόρεσε να περιθάλψει το πουλί μέχρι που ήταν πια υγιές. |
θηλάζωintransitive verb (baby: suckle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The baby nursed for twenty minutes from each breast. Το μωρό θήλασε για είκοσι λεπτά από κάθε στήθος. |
παραμάνα, γκουβερνάνταnoun (dated (child's nanny, carer) (παλαιό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children spend most of the day with their nurse. |
φροντίζωtransitive verb (take care of: illness) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He nursed his cold for two weeks. |
θηλάζωtransitive verb (baby: breastfeed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mother nursed the baby till he was six months old. |
σιγοπίνωtransitive verb (figurative (drink slowly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He nursed his beer for two hours. Ταλάνιζε τη μπύρα του δυο ώρες. |
αισθητικός με άδεια για χορήγηση ένεσηςnoun (type of beautician) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προϊσταμένηnoun (UK (nurse in charge of a ward) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοηθός οδοντιάντρουnoun (dentist's assistant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
νοσοκόμος, νοσηλευτήςnoun (man who is a medical attendant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Male nurses constitute about 10% of the UK nursing population. |
τρέφω την ελπίδα ότι/πωςverbal expression (hope) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτverbal expression (dream of doing [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρχαρίας τροφόςnoun (type of shark) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρακτική νοσοκόμαnoun (US, Can (nursing: less trained) (χωρίς εκπαίδευση) |
σχολική νοσοκόμαnoun (medical attendant at a school) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The school nurse will send the child home if his symptoms are serious. |
νοσηλευτής/νοσηλεύτρια χειρουργείου(surgical nurse) |
επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτριαnoun (UK, initialism (State Registered Nurse) |
νοσοκόμοςnoun (nurse who works on a ward) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The staff nurse from the recovery ward helped me after my surgery. |
μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα([sb] training to be nurse) |
παραμάναnoun (woman hired to breastfeed another's child) (για θηλασμό, όχι μόνο φροντίδα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was quite common for noblewomen to hire a wet nurse. |
θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μουtransitive verb (act as wet nurse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νταντεύωtransitive verb (give excessive care to) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nurse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του nurse
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.