Τι σημαίνει το theater στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης theater στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του theater στο Αγγλικά.

Η λέξη theater στο Αγγλικά σημαίνει θέατρο, θέατρο, χειρουργείο, ερασιτεχνικό θέατρο, κινηματογράφος, ερασιτεχνικό θέατρο, χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό, ντράιβ ιν, αίθουσα προβολών, θεατράκι, κινηματογράφος, μουσικό θέατρο, ανοιχτό θέατρο, ανοιχτό θέατρο, θερινό θέατρο, παραστατικές τέχνες, μάθημα θεάτρου, κριτικός θεάτρου, σκηνογράφος, φωτισμός του θεάτρου, θεατρόφιλος, θεατρόφιλη, θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, σκηνικά αντικείμενα, θέατρο νέων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης theater

θέατρο

noun (countable (where plays are staged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are two theaters standing empty in my hometown.
Στην πόλη μου έχουμε δύο εγκαταλελειμμένα θέατρα.

θέατρο

noun (uncountable (industry: stage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole family's been in theatre for generations.
Ολόκληρη η οικογένεια ασχολείτο με το θέατρο εδώ και πολλές γενιές.

χειρουργείο

noun (UK (operating room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No visitors are allowed in the theatre during operations.
Απαγορεύεται η παραμονή των επισκεπτών στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια επεμβάσεων.

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (UK, informal, abbreviation (amateur dramatics)

κινηματογράφος

noun (mainly UK (venue where films are shown)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matinee shows are usually cheaper than evening shows at the cinema. The film will be in cinemas from next Friday.
Οι απογευματινές παραστάσεις είναι συνήθως πιο φτηνές σε σύγκριση με τις βραδυνές στον κινηματογράφο. Η ταινία θα βγει στους κινηματογράφους από την επόμενη Παρασκευή.

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (amateur stage productions)

χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό

noun (US (entertainment: meal and a show)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We recently saw Cabaret at a dinner theater where the food was more lively than the performers.

ντράιβ ιν

noun (US (car-park cinema) (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αίθουσα προβολών

noun (room with big-screen TV setup)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Watching TV in their new home theater felt like being at the movies.

θεατράκι

noun (small venue for amateur dramatics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The high school play will be performed this Friday in the school's little theatre.

κινηματογράφος

noun (US (cinema auditorium)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We decided to meet in front of the movie theater fifteen minutes before the show began.
Αποφασίσαμε να συναντηθούμε μπροστά απ' τον κινηματογράφο δεκαπέντε λεπτά πριν ξεκινήσει η προβολή.

μουσικό θέατρο

noun (drama with singing and dancing)

Tina is training for a career in musical theatre.

ανοιχτό θέατρο

noun (outdoor auditorium)

They are performing Shakespeare plays at the open-air theatre this summer.

ανοιχτό θέατρο

noun (open-air arts venue)

θερινό θέατρο

noun (US (repertory company active in summer)

Many famous actors began their careers in summer theater.

παραστατικές τέχνες

plural noun (performing arts)

μάθημα θεάτρου

noun (drama lesson)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κριτικός θεάτρου

noun (reviews stage productions)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σκηνογράφος

noun (visuals for plays, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φωτισμός του θεάτρου

noun (illumination of a stage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Theater lighting is meant to produce a very specific mood on stage.

θεατρόφιλος, θεατρόφιλη

noun (person who enjoys going to plays)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων

noun (military: field of action)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Eisenhower was in control of the entire European theatre of operations.
Ο Άιζενχαουερ έλεγχε ολόκληρη την Ευρώπη, που είχε μετατραπεί σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων.

σκηνικά αντικείμενα

plural noun (objects, scenery used onstage)

θέατρο νέων

noun (drama staged by young people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του theater στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του theater

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.