Τι σημαίνει το garden στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης garden στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garden στο Αγγλικά.

Η λέξη garden στο Αγγλικά σημαίνει κήπος, κήπος, λαχανόκηπος, κήπος, βοτανικός κήπος, πάρκο, καλλιεργώ, ευλογημένη γη, καλλιεργώ, καλλιεργώ, πίσω αυλή, εξωτερικός χώρος σε παμπ, βοτανικός κήπος, κήπος με πεταλούδες, ανθόκηπος, κέντρο ειδών κηπουρικής, κατάστημα ειδών κηπουρικής, σχεδιαστής κήπου, σχεδιάστρια κήπου, πιρούνα, πόρτα του κήπου, λάστιχο κήπου, πάρτι στον κήπο, μονοπάτι κήπου, λιμνούλα, πράσινη σαλάτα, σπιτάκι του κήπου, απόβλητα κηπευτικών εργασιών, κοινός, συνήθης, άδεια πριν την απόλυση, νάνος, κρεμαστοί κήποι, κήπος με βότανα, λαχανόκηπος, ξεγελάω, κοροϊδεύω, αγρόκτημα, διαμορφωμένος κήπος, κήπος με βράχους, κήπος με τριανταφυλλιές, υπαίθριος χώρος σερβιρίσματος τσαγιού, λαχανόκηπος, μπαξές, περιφραγμένος κήπος, ζωολογικός κήπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης garden

κήπος

noun (plot: flowers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've planted some tulips in the garden in front of the house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μόλις μάζεψα τα τριαντάφυλλα από τον μπαξέ.

κήπος, λαχανόκηπος

noun (plot: vegetables)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These onions are from the garden in my backyard.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μποστάνι του καλλιεργεί καρπούζια.

κήπος

noun (UK (yard: area outside house, esp. with lawn)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My house has a small garden where Lily and Kyle like to play.
Το σπίτι μου είχε ένα μικρό κήπο όπου αρέσει στη Λίλυ και τον Κάυλ να παίζουν.

βοτανικός κήπος

noun (botanic park)

Let's go for a walk in the garden, which is famous for its collection of rare plants.
Ας πάμε μια βόλτα στον βοτανικό κήπο, που είναι διάσημος για τη συλλογή του σπάνιων φυτών του.

πάρκο

noun (often plural (park)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kensington Garden is a lovely oasis in the city.
Το πάρκο του Κένσινγκτον είναι μια όμορφη όαση μέσα στην πόλη.

καλλιεργώ

intransitive verb (cultivate plants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gardens for fun.
Ασχολείται με την κηπουρική για διασκέδαση.

ευλογημένη γη

noun (figurative (fertile area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soil in Virginia is so rich, it's a veritable garden.
Το έδαφος της Βιρτζίνια είναι τόσο πλούσιο, μια πραγματικά ευλογημένη γη.

καλλιεργώ

transitive verb (cultivate flowers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gardens only roses.

καλλιεργώ

transitive verb (cultivate vegetables)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You may garden root crops and lettuce.

πίσω αυλή

noun (rear garden)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They sit in the backyard and read all summer.
Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.

εξωτερικός χώρος σε παμπ

noun (pub's outdoor area)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βοτανικός κήπος

noun (where plants are cultivated)

Orchids are in full bloom now at the botanical garden.

κήπος με πεταλούδες

noun (outdoor area for butterflies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Butterfly gardens are planted with flowers that attract the insects.

ανθόκηπος

noun (plot for flowers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κέντρο ειδών κηπουρικής, κατάστημα ειδών κηπουρικής

noun (store selling gardening supplies)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχεδιαστής κήπου, σχεδιάστρια κήπου

noun (landscape planner)

πιρούνα

noun (tool for turning soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a garden fork to loosen the soil.

πόρτα του κήπου

noun (door providing access to a garden)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάστιχο κήπου

noun (for water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have to attach the garden hose to the outdoor tap in order to water my garden.

πάρτι στον κήπο

noun (outdoor party)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μονοπάτι κήπου

noun (paved walkway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He failed to notice the bright flowers as he walked down the cool garden path.

λιμνούλα

noun (water feature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had a collection of Japanese koi in the garden pond.

πράσινη σαλάτα

noun (dish: raw vegetables)

I'll have the garden salad with blue cheese dressing.

σπιτάκι του κήπου

noun (wooden outhouse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My husband spends a lot of time in his garden shed.

απόβλητα κηπευτικών εργασιών

noun (plant matter)

κοινός, συνήθης

adjective (figurative (common, unexceptional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άδεια πριν την απόλυση

noun (UK: figurative (time off before end of contract)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νάνος

noun (ornamental garden figure) (αγαλματάκι κήπου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jack has a collection of gnomes in his garden.

κρεμαστοί κήποι

noun (landscape architecture)

κήπος με βότανα

noun (where herbs are grown)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λαχανόκηπος

noun (plot for vegetables, herbs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξεγελάω, κοροϊδεύω

verbal expression (informal, figurative (deceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I never suspected he was just leading me down the garden path.

αγρόκτημα

noun (growing vegetables)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαμορφωμένος κήπος

noun (landscaped and cultivated area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Moorish ornamental garden at the Alhambra Palace is one of the most-visited sites in Europe.

κήπος με βράχους

noun (rockery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These plants are suitable for rock gardens.

κήπος με τριανταφυλλιές

noun (where roses are grown)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Charles and Lavinia met secretly in the rose garden.

υπαίθριος χώρος σερβιρίσματος τσαγιού

noun (outdoor tearoom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λαχανόκηπος, μπαξές

noun (allotment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm growing tomatoes and squash in my vegetable garden.

περιφραγμένος κήπος

noun (enclosed outdoor area)

ζωολογικός κήπος

noun (formal (zoo, animal park)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garden στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του garden

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.