Τι σημαίνει το parole στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parole στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parole στο Γαλλικά.

Η λέξη parole στο Γαλλικά σημαίνει λόγος, Λόγος, λόγος, ομιλία, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, ηγέτης, ηγέτιδα, διακόπτω, ευαγγέλιο, ομάδα συζήτησης, κπ που κρατάει το λόγο του, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, ελευθερία του λόγου, ευαγγέλιο, απώλεια λόγου, νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος, σοφά λόγια, δίνω το λόγο μου, παίρνω το λόγο, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, πιστέυω, κάνω πράξη τα λεγόμενά μου, πιστεύω, παίρνω τον λόγο, εμπιστεύομαι τυφλά, αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου, πετάγομαι, εγγυώμαι, Θεέ μου!, χορωδία, εκπρόσωπος, διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πως, διακόπτω, σταματώ, αλήθεια, εγγυώμαι, πετάγομαι, δίνω τον λόγο, ο λόγος της τιμής μου, συνήγορος, δικηγόρος, μιλάω, μιλώ, δίνω τον λόγο σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parole

λόγος

nom féminin (promesse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il lui donna sa parole qu'il arrangerait le problème avant vendredi.
Μου έδωσε το λόγο του ότι θα έλυνε το πρόβλημα μέχρι την Παρασκευή.

Λόγος

nom féminin

Tu peux lire la parole de Dieu dans la bible.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dans une démocratie, la liberté de parole est une nécessité.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γιατί δε μιλάς; Έχασες τη λαλιά (or: μιλιά) σου;

ομιλία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La parole est l'une des choses qui sépare les humains des animaux.
Η ομιλία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα.

εκπρόσωπος

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un porte-parole du gouvernement doit s'exprimer plus tard dans la journée.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναμένεται να δώσει εξηγήσεις αργότερα σήμερα.

εκπρόσωπος

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Depuis quand es-tu porte-parole pour le Parti républicain ?

ηγέτης, ηγέτιδα

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευαγγέλιο

(μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ομάδα συζήτησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe de discussion s'est réuni pour trouver des solutions au problème.

κπ που κρατάει το λόγο του

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai travaillé avec lui et je sais que c'est un homme de parole.

σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!

nom féminin (όρκος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette voiture est en parfait état : je vous en donne ma parole.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου!

ελευθερία του λόγου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La liberté d'expression est l'une des libertés fondamentales d'une vraie démocratie.

ευαγγέλιο

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ne prends pas tout ce que tu lis dans le journal comme parole d'évangile.

απώλεια λόγου

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir été témoin de l'horrible meurtre, il a temporairement perdu l'usage de la parole.

νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος

nom masculin et féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σοφά λόγια

nom féminin

δίνω το λόγο μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il sera là ! Il a donné sa parole !

παίρνω το λόγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le président l'a laissé prendre la parole 10 minutes.

κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne tient jamais parole. Il raconte toujours mes secrets. // Un bon ami, c'est celui qui sait tenir parole.

πιστέυω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne me croyez pas sur parole, vérifiez par vous-mêmes.

κάνω πράξη τα λεγόμενά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιστεύω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω τον λόγο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπιστεύομαι τυφλά

Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια.

αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu avais promis de m'aider mais tu n'as pas honoré ta parole.

πετάγομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arrête d'interrompre les autres. Ton tour viendra pour parler.
Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις.

εγγυώμαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Θεέ μου!

interjection (soutenu, un peu vieilli)

Ma parole, ce bonbon est aigre ! // Ma parole, quelle belle femme !
Πω πω, αυτή η καραμέλα είναι πραγματικά ξινή! Πω πω, τι όμορφη γυναίκα!

χορωδία

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Non !" a été la parole religieuse prononcée par le public à propos des nouveaux impôts.

εκπρόσωπος

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il est tout à coup devenu un porte-parole des travailleurs pauvres.
Έχει γίνει ξαφνικά εκπρόσωπος των φτωχών εργαζόμενων.

διαβεβαίωση, επιβεβαίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai besoin de garantie que cela n'arrivera plus jamais.

δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rachel m'a donné sa parole qu'elle me prêterait l'argent.

διακόπτω, σταματώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle m'a coupé la parole alors que je parlais. Ne me coupe pas la parole quand je parle.
Με διέκοψε ενώ μιλούσα. Μην με διακόπτεις, όταν μιλάω.

αλήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ne prends pas tout ce qu'il dit pour parole d'évangile : lui aussi peut se tromper.

εγγυώμαι

(σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάγομαι

locution verbale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce garçon a la mauvaise habitude de me couper la parole à chaque fois que je parle au jardinier.

δίνω τον λόγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le président donne (or: accorde) la parole au délégué.
Η έδρα δίνει τον λόγο στον αντιπρόσωπο.

ο λόγος της τιμής μου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συνήγορος, δικηγόρος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Elle est avocate bénévole auprès des femmes et des enfants maltraités.

μιλάω, μιλώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le président est le prochain à prendre la parole.

δίνω τον λόγο σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je cède la parole à l'honorable sénateur du Colorado.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parole στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του parole

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.