Τι σημαίνει το pay στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pay στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pay στο Αγγλικά.

Η λέξη pay στο Αγγλικά σημαίνει πληρώνω, πληρώνω, δίνω, εξοφλώ, αποπληρώνω, πληρώνω, δίνω, πληρώνω, δίνω, υποβάλλω, μισθός, πληρωμές, επί πληρωμή, βγαίνει σε καλό, πληρώνω, ωφελώ, το πληρώνω, πληρώνω, αμολάω, αλείφω κτ με πίσσα, αποδίδω, πληρώνω, ξεπληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, εκδικούμαι, εκδικούμαι, πληρώνω προκαταβολή, ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της, καταθέτω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, δωροδοκώ, εξαγοράζω, αποδίδω, πληρώνω, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, αναδρομικές αποδοχές, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, εργάζομαι, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, µη πληρωµή, συντάξιμος μισθός, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, επίδομα απόδοσης/παραγωγικότητας, πληρωμή με βάση την αποδοτικότητα, καθαρό εισόδημα, υπερωρία, δωροδοκώ, εξαγοράζω, επισκέπτομαι, κάνω φιλοφρόνηση, κάνω επίσημη επίσκεψη, υφίσταμαι τις συνέπειες, υφίσταμαι τις συνέπειες του, πάω στην τουαλέτα, πάω στο μπάνιο, επισκέπτομαι, καρτοκινητό, προπληρωμένος, πληρώνω ανάλογα με τη χρήση, προσέχω, δίνω προσοχή, δίνω βάση, προσέχω, προσέχω, ακούω, ξεπληρώνω κπ για κτ, πληρώνω με μετρητά, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως, λαχείο, εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ορυχείου, αποδίδω, καταβολή έναντι οφειλής με σκοπό την μείωσή της, συνεισφέρω οικονομικά, χρυσοπληρώνω, μισθολογική κλίμακα, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής, πληρώνω προκαταβολικά, πληρώνω με μετρητά, εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό, εξοφλώ, ξεπληρώνω, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, φλερτάρω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δε δίνω σημασία σε κπ/κτ, πληρωμή με αντικαταβολή, ξετυλίγω, κερματοτηλέφωνο, αύξηση, δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώ, μισθολογική κλίμακα, κατάσταση μισθοδοσίας, δίνω προσοχή, προσέχω, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, πλωρώστε σε διαταγή του, πληρώνω μεγάλο ποσό, αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ, κάνω το καθήκον μου, τιμώ, υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ, πληρώνω το μερίδιο μου, πληρώνω το μερίδιό μου, πληρωμή ανά επίσκεψη, με πληρωμή ανά επίσκεψη, pay per view, επιταγή, μίζα, αποζημίωση, απόδοση, κέρδος, όφελος, υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό, αμοιβή βάσει απόδοσης, υπόσχεση πληρωμής, αύξηση, αποπληρώνω χρέος με δάνειο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pay

πληρώνω

intransitive verb (make a payment)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have no money. Can you pay?
Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις;

πληρώνω

(give money in exchange) (κάτι ή για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He paid for his dinner when the bill came.
Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός.

δίνω

transitive verb (offer money to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll pay you five dollars if you tell me where he went.
Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν.

εξοφλώ, αποπληρώνω

transitive verb (settle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like to pay my account now.
Θα ήθελα να αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα.

πληρώνω

(give money for) (για κάτι ή κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What a nice dress! How much did you pay for it?
Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες;

δίνω

(give money in exchange) (κάτι σε κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll pay you ten dollars for that shirt.
Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι.

πληρώνω

verbal expression (offer money to do [sth]) (κπ για να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They paid him to redecorate their house.
Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους.

δίνω

verbal expression (give money in exchange) (κτ σε κπ για να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My dad paid me five pounds to clean his car.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση.

υποβάλλω

transitive verb (respects, tribute: show) (τα σέβη μου σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He paid his respects to the king.
Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά.

μισθός

noun (wages, salary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pay at this company is pretty good.

πληρωμές

noun (informal (payroll)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Linda is the secretary and Betty works on invoices and pay.

επί πληρωμή

noun as adjective (US (not free of charge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While most web sites are free, there are some pay sites.

βγαίνει σε καλό

verbal expression (figurative (be beneficial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It usually pays to be nice to people.
Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους.

πληρώνω

intransitive verb (offer as salary)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It sounds like a good job, but what do they pay?
Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν;

ωφελώ

intransitive verb (figurative (be beneficial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It just goes to show—sometimes being nice to people pays.

το πληρώνω

intransitive verb (figurative (suffer consequences) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't do it! You are going to pay if you do!
Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις!

πληρώνω

(figurative, informal (suffer consequences) (μεταφορικά: για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'll pay for what you did to me - I'll make sure of that!
Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ!

αμολάω

transitive verb (nautical (let ship fall to leeward) (ναυσιπλοΐα: σχοινί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλείφω κτ με πίσσα

transitive verb (nautical (tar ship's bottom) (εξωτερικό πλοίου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδίδω

transitive verb (yield as a return)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stock paid six percent last year.

πληρώνω

transitive verb (taxes: contribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As someone who pays her taxes, I like to have a say in what the council does with my money.

ξεπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (return money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't afford to pay back the fifty pounds he lent me.
Δεν έχω την οικονομική άνεση να του ξεπληρώσω τις πενήντα λίρες που μου δάνεισε.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (return money to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will pay you back the £5 tomorrow.
Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο.

ανταποδίδω, ξεπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (take revenge on) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After John embarrassed Susan, she paid him back by playing a joke on him.
Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα.

εκδικούμαι

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (take revenge for [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How shall I pay him back for that dirty trick he played on me?
Πως να τον εκδικηθώ για το κακόγουστο αστείο που μου έκανε;

εκδικούμαι

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (take revenge for [sth]) (κάποιον επειδή έκανε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I still haven't paid you back for humiliating me in front of all my friends.
Ακόμα δεν σε έχω εκδικηθεί που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους μου τους φίλους.

πληρώνω προκαταβολή

phrasal verb, transitive, separable (make a down payment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της

phrasal verb, transitive, separable (mainly US (partly pay off, pay back: debt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταθέτω

phrasal verb, transitive, separable (money: put into a bank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I went to the bank and paid in a cheque.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (pay all of: money owed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've nearly paid off my mortgage. The collection company kept calling me for weeks until I finally paid off my debt.
Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.

δωροδοκώ, εξαγοράζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (bribe: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The businesswoman wanted Leo to stay quiet about her fraudulent practices, so she paid him off.

αποδίδω

phrasal verb, intransitive (informal (have good consequences)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hard work and careful planning always pay off.
Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.

πληρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (yield a sum of money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This slot machine will pay out a fortune if you hit the jackpot. My pension fund will pay out enough to live on.
Αυτός ο κουλοχέρης θα πληρώσει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ.

πληρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (spend: a sum of money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paid out a lot of money for this expensive computer.
Έδωσα πολλά χρήματα για αυτό τον ακριβό υπολογιστή.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

phrasal verb, intransitive (informal (pay an amount owed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've owed me that money for over a month. It's time to pay up.
Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις).

αναδρομικές αποδοχές

noun (law: wages for previous work)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

noun (basic salary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The base pay for this job is low, but as you gain experience your pay will be increased.

εργάζομαι

verbal expression (be employed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've lived here ever since I first drew a pay check.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ

verbal expression (US (work for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (receive wage)

The workers drew their pay at the end of each week.

µη πληρωµή

noun (payment not made)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συντάξιμος μισθός

noun (income prior to retirement)

επίδομα επικίνδυνης εργασίας

noun (for dangerous job)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίδομα απόδοσης/παραγωγικότητας

noun (bonus or pay rise based on performance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πληρωμή με βάση την αποδοτικότητα

noun (performance-related salary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρό εισόδημα

noun (total pay after tax)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπερωρία

noun (pay for working beyond normal hours)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωροδοκώ, εξαγοράζω

verbal expression (persuade [sb] with money, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wonder if that cop will let me off without a ticket if I pay him a bribe?
Αναρωτιέμαι αν εκείνος ο αστυνομικός θα με αφήσει να φύγω χωρίς κλήση, αν τον δωροδοκήσω.

επισκέπτομαι

verbal expression (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor will pay you a call tomorrow.

κάνω φιλοφρόνηση

verbal expression (make a flattering comment to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω επίσημη επίσκεψη

verbal expression (make diplomatic visit) (διπλωματία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υφίσταμαι τις συνέπειες

verbal expression (figurative (suffer for [sth])

υφίσταμαι τις συνέπειες του

verbal expression (figurative (suffer for [sth])

πάω στην τουαλέτα, πάω στο μπάνιο

verbal expression (UK, slang, euphemism (go to the toilet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισκέπτομαι

verbal expression (go and see [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I haven't seen my parents since Christmas. It's time to pay them a visit.

καρτοκινητό

noun (prepaid mobile phone use)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προπληρωμένος

adjective (debts paid as they are incurred)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πληρώνω ανάλογα με τη χρήση

verbal expression (pay debts as they are incurred)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω

(be attentive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pay attention! Don't keep reading when I'm talking to you!
Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω!

δίνω προσοχή, δίνω βάση

verbal expression (take notice of) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please pay attention to this important information.
Σε παρακαλώ δώσε προσοχή σε αυτή τη σημαντική πληροφορία.

προσέχω

verbal expression (concentrate on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay close attention to every word he says.
Δώσε βάση σε κάθε του λέξη.

προσέχω, ακούω

verbal expression (listen to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay attention to me when I'm trying to tell you something important.
Άκουγέ με όταν προσπαθώ να σου πω κάτι σημαντικό.

ξεπληρώνω κπ για κτ

verbal expression (return money borrowed from [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I paid him back for the drinks he had bought us.

πληρώνω με μετρητά

verbal expression (pay using coins or notes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't use a credit card here; you have to pay cash.
Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα εδώ, πρέπει να πληρώσεις με μετρητά.

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was paying close attention but I still have no idea how the magician lifted your watch!

προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως

verbal expression (take notice of [sth])

Pay close attention to what I say because I won't repeat it.

λαχείο

noun (figurative, informal ([sth] lucrative) (μεταφορικά, προφορικό: μου πέφτει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He knew he hit pay dirt when he was offered $100,000 for his story.
Ήξερε ότι του είχε πέσει το λαχείο, όταν του πρόσφεραν 100.000 δολάρια για την ιστορία του.

εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ορυχείου

noun (ore that is profitable for mining)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποδίδω

verbal expression (figurative (have beneficial effects)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταβολή έναντι οφειλής με σκοπό την μείωσή της

noun (US (type of debt reduction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεισφέρω οικονομικά

verbal expression (contribute money to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρυσοπληρώνω

verbal expression (informal (pay a considerable sum for [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paid good money for this,but now I find it's a worthless piece of junk.
Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο.

μισθολογική κλίμακα

(military: pay scale)

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take notice, listen) (ακούω προσεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay heed all of you, otherwise you will get into trouble.

προσέχω

verbal expression (take notice of, listen to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to pay heed to the explanation leaflet before you take the medication.

αποτίω φόρο τιμής

transitive verb (show one's respect towards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The worshippers paid homage to their leader.

αποτίω φόρο τιμής

transitive verb (do [sth] as a tribute to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fans organized a candlelit vigil to pay homage to their fallen star.

πληρώνω προκαταβολικά

verbal expression (give money for [sth] to be obtained later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some cell phone companies require you to pay in advance for your service.

πληρώνω με μετρητά

transitive verb (sum of money: pay in coins or notes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't have any credit cards: I always pay in cash.

εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό

transitive verb (pay completely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was happy to pay the invoice in full and be free of debt.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

transitive verb (repay completely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After I made my last loan payment, I received a copy of the note marked "paid in full".

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

verbal expression (figurative (give superficial attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Obama paid lip service to closing Guantanamo, but he hasn't taken action yet.

φλερτάρω

verbal expression (attempt to seduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω

verbal expression (not take notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay no attention to the man behind the curtain.

δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω

verbal expression (ignore, not take notice of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay no attention to his rudeness.

δε δίνω σημασία σε κπ/κτ

verbal expression (informal (ignore or disregard [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The deer was a good distance away and paid us no mind.

πληρωμή με αντικαταβολή

noun (payment on receipt of goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Customers who choose Pay on Delivery can pay in cash or by credit card when the goods arrive.

ξετυλίγω

(rope, line: slacken gradually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερματοτηλέφωνο

noun (public phone: takes coins, card) (με χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I didn't have enough money to use the pay phone.

αύξηση

noun (increase in wages, salary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Staff are expected to settle for a pay rise of around 1%.

δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώ

(make financial compensation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Under the terms of the Treaty of Versailles, Germany was forced to pay reparations to the Allies.
Υπό τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία αναγκάστηκε να δώσει αποζημιώσεις στους συμμάχους.

μισθολογική κλίμακα

noun (salary range)

κατάσταση μισθοδοσίας

noun (payroll, list of salaried workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to their accounting office, I'm still not on the pay sheet though I've been working there for weeks.

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take specific note of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The math teacher said we should pay special attention to the negative signs.

πληρώνω τον λογαριασμό

verbal expression (pay costs incurred)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I asked the waiter if I could pay the bill.
Ρώτησα το σερβιτόρο αν μπορούσα να πληρώσω το λογαριασμό.

πληρώνω τον λογαριασμό

verbal expression (pay a price incurred)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To be accepted to the exclusive country club, you must be willing to pay the costs associated with membership there.

πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα

verbal expression (figurative (suffer the consequences of [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The judge told the accused that he must pay the penalty for his crime.

πληρώνω το τίμημα

verbal expression (figurative (face the consequences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you keep treating people that way, you'll eventually have to pay the piper.

πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ

verbal expression (figurative (spend too much money on [sth]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He paid through the nose for that car, and it's nothing but a piece of junk.

πλωρώστε σε διαταγή του

expression (cheque: pay amount specified to) (επιταγή: δικαιούχος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληρώνω μεγάλο ποσό

verbal expression (be overcharged for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paid too much for the taxi from the airport to the city centre.

αποτίω φόρο τιμής

verbal expression (show one's respect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ

verbal expression (speak respectfully of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone paid tribute to the firemen's bravery in rescuing the child.
Όλοι απέτισαν τιμή στη γενναιότητα του πυροσβέστη να σώσει το παιδί.

κάνω το καθήκον μου

verbal expression (figurative (do [sth] you are expected to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμώ

verbal expression (honour [sb] who has died)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He went to the funeral to pay his last respects to his beloved teacher.

υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ

verbal expression (greet [sb] courteously)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I'm visiting in town I should pay my respects to the mayor; he's an old friend of my father's.

πληρώνω το μερίδιο μου

verbal expression (contribute fairly to the cost of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please pay your share of the rent before the end of the month.

πληρώνω το μερίδιό μου

verbal expression (contribute fairly to expenses)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πληρωμή ανά επίσκεψη

noun (Internet: business model)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με πληρωμή ανά επίσκεψη

noun as adjective (relating to this Internet business model)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

pay per view

adjective (TV)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επιταγή

noun (US (wage or salary check)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company hands out paychecks every Friday.

μίζα

noun (informal (bribe) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drug dealer offered the police officer a payoff to look the other way.

αποζημίωση

noun (redundancy payment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon was made redundant last year, but after thirty years with the same company, he got a good payoff.

απόδοση

noun (profit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The backers are hoping for a quick payoff on their investments.

κέρδος, όφελος

noun (informal (advantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Learning a new language is hard work, but the payoff is that you can communicate with a whole new group of people.

υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό

noun (amount to clear debt)

Quentin handed over the payoff and was relieved to know he was now clear of debt.

αμοιβή βάσει απόδοσης

noun (salary based on individual assessment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόσχεση πληρωμής

noun (promissory note)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αύξηση

noun (US, informal (pay rise: increase in pay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He got a raise of 4%.
Του έδωσαν 4% αύξηση.

αποπληρώνω χρέος με δάνειο

verbal expression (figurative (incur a debt to pay another)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pay στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pay

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.