Τι σημαίνει το pénible στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pénible στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pénible στο Γαλλικά.

Η λέξη pénible στο Γαλλικά σημαίνει επίπονος, κακός μπελάς, βραχνάς, δύσκολος, ανήθικος, λυπηρός, θλιβερός, οδυνηρός, επίπονος, δύσκολος, επίπονος, βασανιστικός, μαρτυρικός, μπελάς, ενόχληση, μπελάς, μπελάς, δύσκολος, βασανιστικός, οδυνηρός, μπελάς, ανηφορικός, αγχωτικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, κουραστικός, απαιτητικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ενοχλητικός, δύσκολος, κουραστικός, πολύ μεγάλος, ενοχλητικός, άβολος, αμήχανος, τραυματικός, επώδυνος, δύσκολος, μπελάς, ζόρι, βαρύς, βαρετός, σκληρή δουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, σκληρή δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pénible

επίπονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακός μπελάς, βραχνάς

adjectif (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je trouve que Benjamin est pénible !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το να συμπληρώσω τα έντυπα για την πρόσφατη αίτηση αποζημίωσης ήταν σκέτος βραχνάς.

δύσκολος

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Travailler avec lui est vraiment pénible.

ανήθικος

adjectif (moralement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mère de Robert trouvait son comportement pénible.

λυπηρός, θλιβερός, οδυνηρός

(situation, expérience)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son avocat lui a envoyé un e-mail alarmant au sujet de son divorce.

επίπονος, δύσκολος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασανιστικός, μαρτυρικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπελάς

(chose) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι κατσαρίδες είναι ένα τεράστιο πρόβλημα σε αυτήν την πόλη.

ενόχληση

(κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les enfants que l'on laisse courir et crier dans les magasins sont énervants.
Τα παιδιά που τους επιτρέπεται να τρέχουν και να φωνάζουν μέσα στα καταστήματα είναι ενοχλητικά.

μπελάς

(personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le pitre de la classe est pénible et devrait être exclus.
Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί.

μπελάς

(personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les amis de Seth le trouvaient pénible et ont cessé de l'inviter.
Ο Σεθ ήταν μπελάς για τους φίλους του και σταμάτησαν να τον καλούν.

δύσκολος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le mari de Karen pouvait être pénible ; Il avait un haut niveau d'exigence et s'attendait à ce que tout le monde y adhère.
Ο άντρας της Κάρεν ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Είχε υψηλές προσδοκίες και ανέμενε από όλους να ανταπεξέλθουν σε αυτές.

βασανιστικός, οδυνηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conduire dans les inondations fut une expérience atroce (or: éprouvante).

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Είναι πάντα ταλαιπωρία να περνάς από την ασφάλεια του αεροδρομίου.

ανηφορικός

(κουραστικός, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγχωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(chose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bruit constant de la circulation était énervant.
Ο διαρκής θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν ενοχλητικός (or: εκνευριστικός).

κουραστικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dîner de fête était ennuyeux ; il n'y avait personne d'intéressant à qui parler.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το τραπέζει ήταν βαρετό (or: ανιαρό)· δεν υπήρχε ούτε ένα ενδιαφέρον άτομο για να μιλήσω.

απαιτητικός

(objet) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette voiture coûte cher en entretien et doit souvent être révisée.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est tellement agaçante (or: énervante) que je vais peut-être finir par démissionner.

ενοχλητικός

adjectif (personne) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leurs enfants peuvent être incroyablement difficiles (or: pénibles) parfois.
Μερικές φορές τα παιδιά τους γίνονται πολύ ενοχλητικά!

δύσκολος, κουραστικός

adjectif (sentiments : oppressant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prendre soin de ses parents et de ses enfants est une responsabilité pesante.

πολύ μεγάλος

(υπερβολικά, αρνητική σημασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand Marie a remarqué que sa jupe était rentrée dans ses sous-vêtements, sa gêne était atroce.

ενοχλητικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άβολος, αμήχανος

adjectif (situation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ήταν ένα αμήχανο δείπνο επειδή οι μισοί στο τραπέζι δεν μιλούσαν μεταξύ τους.

τραυματικός, επώδυνος

(για εμπειρία εμπειρία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Finir le travail sous cette chaleur fut une épreuve douloureuse.
Η ολοκλήρωση της δουλειάς μέσα σε αυτή τη ζέστη ήταν μια τραυματική δοκιμασία.

δύσκολος

adjectif (difficile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai vraiment passé des moments durs (or: pénibles) à la fac.
Το πανεπιστήμιο ήταν πολύ δύσκολη εποχή για μένα.

μπελάς

(personne : familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce mec est un casse-pieds. Je ne veux plus sortir avec lui.
Αυτός ο τύπος είναι μπελάς. Δε θέλω να ξαναβγώ μαζί του.

ζόρι

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρύς

(météo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce fut un hiver rude (or: rigoureux) mais ils survécurent.

βαρετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim a vérifié son horaire et a vu qu'il devait participer à une autre rencontre fatigante (or: pénible) en matinée, au lieu de faire du vrai travail.

σκληρή δουλειά

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρή δουλειά

Travailler sur un chantier est un travail pénible et dangereux aussi.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pénible στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pénible

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.