Τι σημαίνει το personnel στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης personnel στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του personnel στο Γαλλικά.
Η λέξη personnel στο Γαλλικά σημαίνει προσωπικός, ατομικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικό, προσωπικό, χρήστης υπολογιστή, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, βοηθός, ad hominem, πλήρωμα, υποκειμενικός, προσωπικός, ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός, υπολογιστής χειρός, προκαταβολή, μείωση προσωπικού, ενθαρρυντικός, παρακινητικός, υποστελεχωμένος, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, μισθολόγιο, που φροντίζει, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, κατάσταση μισθοδοσίας, προσωπική αλληλογραφία, προσωπική αντωνυμία, ιδιοκτησία, ατομική ευθύνη, προσωπικό στυλ, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, το σπίτι σου, αίθουσα προσωπικού, πλήρωμα καμπίνας, προσωπικός γυμναστής, διοικητικό προσωπικό, κινητικότητα προσωπικού, προσωπικό ξενοδοχείου, θέμα κρίσης, σωματικές βλάβες, ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτρια, προσωπικό ασφαλείας, προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη, αυτοβοήθεια, αξιολόγηση προσωπικού, συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού, μέλος προσωπικού, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης, αντωνυμία σε ονομαστική, ορκωτό προσωπικό, βιβλίο αυτοβοήθειας, ενδιαφέρον, δωμάτιο προσωπικού, προσωπικό γηπέδου, ιπτάμενο προσωπικό, προσωπικό όφελος, προσωπικό σε μπαρ, προσωπικό σερβιρίσματος, προσωπικό του τμήματος πωλήσεων, εκπαιδευτικό προσωπικό, έχω προσωπικό όφελος, δείκτης κινητικότητας και αντικατάστασης προσωπικού, ανάθεση, προσωπικό στυλ, το σπίτι σου, προσωπικό εδάφους, έχω προσωπικό όφελος, αυτοβοήθεια, υπάλληλος του Λευκού Οίκου, στελεχώνω, προσωπικός χώρος, τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, διοίκηση προσωπικού, διαχείριση προσωπικού, διευθυντικό προσωπικό, μέλος του προσωπικού, κυλικείο για το προσωπικό, εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού, ειδικευμένο προσωπικό, καταρτισμένο προσωπικό, αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένου, αυτοβελτίωση, καμαρότος, αυτοβελτίωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης personnel
προσωπικός, ατομικός(που ανήκει σε ένα άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous devrez donner votre adresse ainsi que d'autres données personnelles. Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα. |
προσωπικόςadjectif (usage personnel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est ma tasse à café personnelle. |
προσωπικόςadjectif (avis, approche) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a apporté son attention personnelle au problème. |
προσωπικόςadjectif (Grammaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les mots: "elle", "lui" et "il" sont des pronoms personnels. |
προσωπικό(indénombrable) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'entreprise compte employer du personnel bientôt. |
προσωπικόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous devons envoyer une note à l'ensemble du personnel pour l'informer des changements au sein de la société. Πρέπει να στείλουμε ένα υπόμνημα σε όλο το προσωπικό για να τους ενημερώσουμε για τις αλλαγές μέσα στην εταιρεία. |
χρήστης υπολογιστήnom masculin (Informatique) (πληροφορική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ξεχωριστός, ιδιαίτεροςadjectif (distinctif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le peintre a un style très personnel. |
βοηθός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Nous avons trop de travail en ce moment, nous allons devoir recruter du personnel. |
ad hominemadjectif (λατινικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πλήρωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'effectif du navire comprend vingt officiers. |
υποκειμενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous ne pouvons pas évaluer l'expérience subjective de chacun, mais seulement la nôtre. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τις υποκειμενικές εμπειρίες των άλλων, παρά μόνο τις δικές μας. |
προσωπικόςadjectif (de la vie privée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate était une personne secrète et n'aimait pas révéler des détails intimes de sa vie. Η Κέιτ ήταν κλειστό άτομο και δεν της άρεσε να αποκαλύπτει προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή της. |
ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικόςadjectif (d'une seule personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chaque employé à un casier individuel (or: personnel). |
υπολογιστής χειρός(anglicisme, abréviation) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προκαταβολή(remboursable) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Όταν αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο δώσαμε προκαταβολή 1000 λίρες και πληρώσαμε τα υπόλοιπα με δόσεις. |
μείωση προσωπικού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενθαρρυντικός, παρακινητικός(source, facteur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποστελεχωμένοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μισθολόγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Meredith demanda à Peter de vérifier le registre du personnel afin de déterminer si le jeune homme était bel et bien l'un de leurs employés. Η Μέρεντιθ ζήτησε από τον Πήτερ να δει το μισθολόγιο για να εξακριβώσουν αν ο νεαρός ήταν ότως ένας από τους υπαλλήλους τους. |
που φροντίζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a été l'aidant principal de sa femme au cours des dernières années de sa vie. |
πλήρωμα, προσωπικό εδάφουςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια. |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάσταση μισθοδοσίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) D'après les papiers, je ne fais toujours pas partie de l'effectif de l'entreprise alors que j'y travaille depuis des semaines. |
προσωπική αλληλογραφίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική αντωνυμίαnom masculin (Grammaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans la phrase « Marie est ici », on peut remplacer « Marie » par le pronom personnel « elle ». |
ιδιοκτησίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans une commune, la notion de bien personnel n'existe pas. |
ατομική ευθύνηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On a le devoir personnel d'aider notre prochain. |
προσωπικό στυλnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La directrice des ressources humaines donne son avis sur toutes les demandes d'embauche. |
διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai envoyé mon CV et ma lettre de motivation au directeur des ressources humaines. |
το σπίτι σου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est ta maison : tu es chez toi. |
αίθουσα προσωπικούnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout le personnel est invité dans la salle de repos pour des gâteaux et du café à 5 h. |
πλήρωμα καμπίνας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les sourires amicaux du personnel de cabine ont mis les passagers en confiance. |
προσωπικός γυμναστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pour me remettre en forme, je me suis offert les services d'un coach privé. |
διοικητικό προσωπικόnom masculin |
κινητικότητα προσωπικούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπικό ξενοδοχείουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le personnel de l'hôtel a été extrêmement aimable et serviable. |
θέμα κρίσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σωματικές βλάβεςnom masculin |
ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
προσωπικό ασφαλείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξηnom masculin |
αυτοβοήθειαnom masculin (τεχνικές αυτοβελτίωσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξιολόγηση προσωπικούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέλος προσωπικούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόσληψη επιπλέον προσωπικούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άτομα που δουλεύουν σε περίπτερο έκθεσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντωνυμία σε ονομαστικήnom masculin (γραμματική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορκωτό προσωπικόnom masculin |
βιβλίο αυτοβοήθειαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ενδιαφέρονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δωμάτιο προσωπικού(entreprise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσωπικό γηπέδουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιπτάμενο προσωπικό(avion) |
προσωπικό όφελοςnom masculin |
προσωπικό σε μπαρnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προσωπικό σερβιρίσματοςnom masculin (σερβιτόρα, μπαρμαν) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προσωπικό του τμήματος πωλήσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκπαιδευτικό προσωπικό
|
έχω προσωπικό όφελοςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δείκτης κινητικότητας και αντικατάστασης προσωπικού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'entreprise avait un haut taux de renouvellement du personnel. Υπήρξε έντονη κινητικότητα και αντικατάσταση προσωπικού στην εταιρεία. |
ανάθεση(tâche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπικό στυλnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
το σπίτι σουadverbe (fam) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσωπικό εδάφουςnom masculin (Aviation) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έχω προσωπικό όφελος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοβοήθειαlocution adjectivale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπάλληλος του Λευκού Οίκου(ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στελεχώνωverbe transitif (εταιρεία κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont pourvu l'entreprise en personnel temporaire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα στείλουν μια διμοιρία να επανδρώσει το φυλάκιο. |
προσωπικός χώροςnom masculin |
τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διοίκηση προσωπικού, διαχείριση προσωπικούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διευθυντικό προσωπικό
|
μέλος του προσωπικούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les membres du personnel doivent porter une pièce d'identité en permanence. |
κυλικείο για το προσωπικό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ειδικευμένο προσωπικό, καταρτισμένο προσωπικόnom masculin |
αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτοβελτίωσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καμαρότοςnom masculin (bateau de croisière) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοβελτίωσηςlocution adjectivale (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του personnel στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του personnel
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.