Τι σημαίνει το plano στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plano στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plano στο πορτογαλικά.

Η λέξη plano στο πορτογαλικά σημαίνει σχέδιο, πρόγραμμα, πρόθεση, σχέδιο, σχέδιο, πρόγραμμα, επίπεδος, ισόπεδος, Πλάνο, έχω βλέψεις, επίπεδος, επίπεδο, σχέδιο, επίπεδος, σχέδιο, σχέδιο, επιφάνεια, επίπεδο, επίπεδος, πρόθεση, με επίπεδη κορυφή, πρόθεση, ιδέα, κατατόπια, σχέδιο δράσης, λείος, κάνω σχέδια, διάσωση, πιο προσεκτικά σχεδιασμένος, υφαντός, χωρίς εσωτερικούς τοίχους, στο βάθος, στο παρασκήνιο, τύχη, πρώτο πλάνο, εναλλακτική, σχέδιο δράσης, μακροπρόθεσμο σχέδιο, δεύτερη μοίρα, εναλλακτικό σχέδιο, οριζόντιο επίπεδο, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, σχέδιο, σχέδιο δράσης, στρατηγικό σχέδιο, στρατηγικό σχέδιο, ευρυγώνια φωτογραφία, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, πρόγραμμα μαθήματος, σχέδιο δράσης, εναλλακτικό σχέδιο, επαγγελματικό πλάνο, εναλλακτικό σχέδιο, εργατικές κατοικίες, εργατική κατοικία, αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής, σχέδιο πτήσης, συστοιχία εστιακού επιπέδου, πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης, διαιτολόγιο, σχεδιασμός διαδοχής, προγραμματισμός διαδοχής, πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών, εναλλακτικό σχέδιο, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, υαλοπίνακας, κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, πλάνο τοκετού, έρχομαι δεύτερος, καταστρώνω σχέδιο, καταρτίζω σχέδιο, σε πρώτο πλάνο, στο βάθος, στο παρασκήνιο, τζαμαρία, σχεδιάζω, μακρινό πλάνο, εναλλακτικός, συμφωνία, κάθετος, syllabus, σύλλαμπους, συνταξιοδοτικό σχήμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας, καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plano

σχέδιο, πρόγραμμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um plano de cinco anos foi formulado para revitalizar a economia.
Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία.

πρόθεση

substantivo masculino (intenção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu não tenho planos para trocar de emprego.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα.

σχέδιο

substantivo masculino (método)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem algum plano para tirar-nos dessa enrascada?
Έχεις καμία ιδέα για να μας ξεμπλέξεις;

σχέδιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem algum plano para o fim de semana?
Έχεις κανονίσει τίποτα για το σαββατοκύριακο;

πρόγραμμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela contribui para um plano de aposentadoria.

επίπεδος, ισόπεδος

adjetivo (liso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O chão era plano o bastante para colocar uma cadeira.
Το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο (or: ισόπεδο) για να τοποθετηθεί μια καρέκλα.

Πλάνο

substantivo próprio (cidade americana) (Τέξας)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

έχω βλέψεις

substantivo masculino (για κάποιον/κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

επίπεδος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπεδο

substantivo masculino (superfície)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uma rampa é um plano inclinado.
Η ράμπα είναι ένα επικληνές επίπεδο.

σχέδιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O plano para surpreendê-lo em seu aniversário foi arruinado quando ele escutou-os planejando a festa.
Το σχέδιο που είχαν να του κάνουν έκπληξη για τα γενέθλιά του καταστράφηκε όταν τους κρυφάκουσε να μιλάνε για το πάρτι.

επίπεδος

adjetivo (nível)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O terreno é plano atrás.
Η Τζιλ χρησιμοποίησε αλφάδι για να βεβαιωθεί πως η επιφάνεια ήταν επίπεδη.

σχέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tudo está de acordo com o plano.

σχέδιο

substantivo masculino (πτήσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O aeroporto mudou os planos de voo para diminuir o nível de ruído na cidade.

επιφάνεια

substantivo masculino (superfície)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu preciso de um plano para espalhar pasta neste papel de parede.

επίπεδο

substantivo masculino (nível)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele vive num plano moral mais elevado que o resto de nós.

επίπεδος

adjetivo (ομαλός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este chão não está nivelado.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.

πρόθεση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não temos planos (or: projetos) de expandir para a Ásia a esta altura.
Δεν έχουμε καμία πρόθεση επέκτασης στην Ασία αυτή τη στιγμή.

με επίπεδη κορυφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era a intenção de Cameron que ele mudasse de casa depois da faculdade, mas ele ficou e arrumou um emprego em vez disso.
Η πρόθεση του Κάμερον ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το πανεπιστήμιο, αλλά αντ' αυτού έμεινε και βρήκε δουλειά.

ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha ideia de nadar logo após o jantar estava condenada ao fracasso.
Η ιδέα μου να κολυμπήσω αμέσως μετά το βραδινό γεύμα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

κατατόπια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quando chegaram, eles começaram a analisar a configuração do lugar.

σχέδιο δράσης

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας.

λείος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele lixou a mesa para nivelar a superfície.
Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία.

κάνω σχέδια

(για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comecei a planejar as férias do próximo ano.

διάσωση

(injeção de liquidez, estrangeirismo) (οικονομική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιο προσεκτικά σχεδιασμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υφαντός

locução adjetiva (σε αργαλειό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς εσωτερικούς τοίχους

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trabalho em escritório de plano aberto que, às vezes, pode ser muito barulhento.

στο βάθος, στο παρασκήνιο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τύχη

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nós precisamos fazer um plano B, caso nosso plano não dê certo.
Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το σχέδιό μας καλύπτει κάθε ενδεχόμενο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τίποτα στην τύχη.

πρώτο πλάνο

substantivo masculino

Há uma cerca de madeira no primeiro plano da pintura.
Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα.

εναλλακτική

σχέδιο δράσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
O plano estratégico era evitar um gol precoce e frustar o adversário no meio de campo.

μακροπρόθεσμο σχέδιο

δεύτερη μοίρα

expressão (είμαι σε)

εναλλακτικό σχέδιο

(plano alternativo)

οριζόντιο επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχέδιο

(ευρείας κλίμακας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχέδιο δράσης

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατηγικό σχέδιο

substantivo masculino (programa ou objetivo de longo prazo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατηγικό σχέδιο

(implementação prática)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευρυγώνια φωτογραφία

substantivo masculino (fotografia, filme: visão em grande ângulo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο

substantivo masculino

πρόγραμμα μαθήματος

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Χρειάζομαι περίπου 15 λεπτά για να ετοιμάσω το πρόγραμμα μαθήματος μίας ώρας διδασκαλίας. Επειδή θα γίνει επιθεώρηση αύριο, η Τζίνι ετοίμασε το πρόγραμμα του μαθήματός της με ιδιαίτερη προσοχή.

σχέδιο δράσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εναλλακτικό σχέδιο

επαγγελματικό πλάνο

εναλλακτικό σχέδιο

εργατικές κατοικίες

(terreno)

εργατική κατοικία

(casas)

αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής

(de desastres)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέδιο πτήσης

(αεροπλοΐα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συστοιχία εστιακού επιπέδου

substantivo feminino (οπτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαιτολόγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχεδιασμός διαδοχής, προγραμματισμός διαδοχής

(planejamento para preencher as vagas)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών

(agendamento de tarefas)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εναλλακτικό σχέδιο

ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υαλοπίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος

substantivo masculino

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

substantivo masculino

πλάνο τοκετού

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έρχομαι δεύτερος

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταστρώνω σχέδιο

expressão verbal (conspirar, planejar, desenvolver um complô)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταρτίζω σχέδιο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε πρώτο πλάνο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela filmou a cena de forma que os objetos em primeiro plano ficassem fora de foco.
Γύρισε τη σκηνή έτσι ώστε τα αντικείμενα στο προσκήνιο να είναι θολά.

στο βάθος, στο παρασκήνιο

locução adverbial (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τζαμαρία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχεδιάζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μακρινό πλάνο

(κινηματογράφος)

O filme começa com um plano aberto no qual você consegue ver a cidade toda.
Η ταινία ξεκινά με ένα μακρινό πλάνο στο οποίο βλέπει κανείς ολόκληρη την πόλη.

εναλλακτικός

(gíria, informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμφωνία

(EUA: plano de administração econômica) (στην πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roosevelt introduziu o plano New Deal.
Ο Ρούσβελτ εισήγαγε τη Νέα Συμφωνία.

κάθετος

locução adjetiva (que inclui estágios consecutivos)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

syllabus, σύλλαμπους

(educação) (ανθρωπιστικές σπουδές)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ο λέκτορας έδωσε σε όλους τους φοιτητές του ένα αντίγραφο της ύλης του εξαμήνου.

συνταξιοδοτικό σχήμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

substantivo masculino

θεωρώ κτ χαμηλής προτεραιότητας

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plano στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του plano

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.