Τι σημαίνει το platform στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης platform στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του platform στο Αγγλικά.

Η λέξη platform στο Αγγλικά σημαίνει αποβάθρα, εξέδρα, πλατφόρμα, πλατφόρμα, πλατφόρμα, αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης, ηλεκτρονική πλατφόρμα, αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης, σημείο παρατήρησης, υπεράκτια πλατφόρμα, πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου, κομμωτής ή κομμώτρια που ασχολείται με επιδείξεις κομμωτικής, πλάστιγγα, πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής, διαστημικός σταθμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης platform

αποβάθρα

noun (train, subway: area by track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy is standing on the platform, waiting for her train home. The train now arriving at platform 5 is the 11:22 Penzance to London Paddington service.
Η Γουέντι στέκεται στην αποβάθρα και περιμένει το τραίνο για να πάει σπίτι της.

εξέδρα

noun (raised floor for speaker)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jerry got up onto the platform and began to speak.
Ο Τζέρυ ανέβηκε στην εξέδρα και άρχισε να μιλά.

πλατφόρμα

noun (figurative (political party: policies) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This party's platform calls for the UK to pull out of Europe.
Η πλατφόρμα αυτού του κόμματος ζητά από το Ηνωμένο Βασίλειο να βγει από την Ευρώπη.

πλατφόρμα

noun (type of shoe) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλατφόρμα

noun (computing: operating system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can this program run on a Windows platform?
Αυτό το πρόγραμμα τρέχει σε πλατφόρμα των Windows;

αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης

noun (dock where cargo is loaded)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρονική πλατφόρμα

noun (portable electronic device)

αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης

transitive verb (UK (boycott extremist speaker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημείο παρατήρησης

noun (high vantage point)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπεράκτια πλατφόρμα

noun (oil rig at sea) (για εξόρυξη πετρελαίου)

The problem at the offshore platform involved an explosion.

πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου

noun (for offshore oil drilling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Barry works on an oil platform in the North Sea.

κομμωτής ή κομμώτρια που ασχολείται με επιδείξεις κομμωτικής

noun (hairdresser: gives demonstrations)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλάστιγγα

noun (large weighing apparatus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He drove his truck onto the platform scale so the load on the axles could be checked.

πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής

noun (offshore power station) (εξόρυξη πετρελαίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαστημικός σταθμός

noun (in outer space)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του platform στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του platform

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.