Τι σημαίνει το thing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thing στο Αγγλικά.

Η λέξη thing στο Αγγλικά σημαίνει πράγμα, κάτι, πράγμα, πράγματα, τα πράγματα, τα πράγματα, πλάσμα, τίποτα, ασήμαντος, αδιάφορος, αριστούργημα, παρελθόν, εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστο, και όλα τα σχετικά, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, κάνω το σωστό, πολύ νωρίς, πρώτο πράγμα, πρώτα απ' όλα, αστείο, περίεργο πράγμα, πάλι καλά, μου αρέσει κτ, μου αρέσει κπ, σημαντικό, καίριο σημείο, ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, τελευταία λέξη, τελευταία συνήθεια, μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματα, μικροπράγματα, λεπτομέρεια, ζωντανό ον, βασικό, το ένα φέρνει το άλλο, αληθινή αγάπη, αυθεντικός, το σωστό, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, χαζομάρα, βλακεία, ανοησία, χαζομάρα, βλακεία, ανοησία, φυσικά, σίγουρο, τρομερό περιστατικό, αυτό χρειάζεται, έτσι ακριβώς, το καλύτερο, το καλύτερο στοιχείο του, το καλύτερο, το καλύτερο, η δεύτερη επιλογή, αυτό ακριβώς, Τίποτα δε χαρίζεται., <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ασχημόπραγμα, καταπληκτικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thing

πράγμα

noun (single object)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm not sure what this thing is.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα.

κάτι

noun (unspecified article)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
He said he was going to get a thing from his room.
Είπε ότι θα πήγαινε να φέρει κάτι από το δωμάτιό του.

πράγμα

noun (bit of information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tell me one thing: Do you love me?
Πες μου ένα πράμα: με αγαπάς;

πράγματα

plural noun (owned objects)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My things are in the bedroom.
Τα πράματά μου είναι στο υπνοδωμάτιο.

τα πράγματα

plural noun (all aspects of situation)

There were riots in the streets, and things were getting out of control.

τα πράγματα

plural noun (life in general)

Things have been getting better recently.

πλάσμα

noun (informal (creature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She had a nightmare about a thing from space.
Είχε έναν εφιάλτη για ένα πλάσμα από το διάστημα.

τίποτα

noun (act or action)

He never did a thing to help me.
Δεν έκανε ποτέ τίποτα για να με βοηθήσει.

ασήμαντος, αδιάφορος

noun (informal ([sth] trivial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I know it's just a little thing, but I find the constant tapping of your foot annoying.
Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα.

αριστούργημα

noun ([sth] impressive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painting is a thing of beauty.

παρελθόν

noun (informal ([sth] no longer a problem) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστο

noun ([sth] remarkable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your eyes are the most amazing thing about you.

και όλα τα σχετικά

expression (informal (and similar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They found sea shells, driftwood, and all that sort of thing at the beach.

κάτι άλλο, κάτι ακόμα

noun ([sth] else, and also)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You ate the last piece of cake, and another thing, there's no bread left - did you eat that too? Another thing that annoys me is that she smokes at the dinner table.
Ένα άλλο πράγμα που με εκνευρίζει είναι ότι καπνίζει την στο τραπέζι.

κάνω το σωστό

verbal expression (act correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's not too late for you to start doing the right thing.
Δεν είναι αργά να αρχίσεις να κάνεις το σωστό.

πολύ νωρίς

noun (informal (very early)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I always eat breakfast first thing in the morning.

πρώτο πράγμα

noun (informal (initial step) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The first thing to do is call your mother. The first thing I do when I get home is check my email.

πρώτα απ' όλα

expression (informal (the first reason is)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No, you can't go out! For one thing, you can't afford it.

αστείο

noun ([sth] amusing)

A funny thing happened to me on my way here tonight.
Κάτι αστείο μου συνέβη καθώς ερχόμουν εδώ απόψε.

περίεργο πράγμα

noun ([sth] curious or unusual)

πάλι καλά

expression (informal (just as well, fortunately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Someone drove into the back of my car yesterday; good thing I'm insured!

μου αρέσει κτ

verbal expression (informal (like)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a thing for chocolate .

μου αρέσει κπ

verbal expression (informal (find attractive) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She has a thing for her boss. Unfortunately, he's married.

σημαντικό, καίριο σημείο

noun (essential point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You are safe and well, that's the most important thing.

ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

adjective (exactly what is needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you're stuck for something to listen to, I've got just the thing: this excellent new jazz album.

ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα

verbal expression (informal (be experienced in [sth]) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After 20 years on the job, he knows a thing or two about construction.

τελευταία λέξη

noun ([sth] newly popular) (μεταφορικά: π.χ. της μόδας)

The latest thing in fashion will be out of date in two months.

τελευταία συνήθεια

noun (newly-acquired habit)

Her latest thing is to sort her candies by color before eating them.

μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματα

verbal expression (informal (become knowledgeable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stick around and watch; you may learn a thing or two.

μικροπράγματα

noun (detail) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The little things in life are important; take time to stop and smell the flowers. Just one little thing: your socks don't match.

λεπτομέρεια

noun ([sth] inconsequential)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't focus on the little things; set a goal and work toward it.

ζωντανό ον

noun (animal or plant)

βασικό

noun (informal (most important consideration)

The main thing about horse races and card games is knowing how to calculate the odds. We had a car accident, but the main thing is we're all ok.

το ένα φέρνει το άλλο

expression (one action begins a series)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One thing led to another, and now she's pregnant.

αληθινή αγάπη

noun (slang, figurative (true love)

I think what I have with Nelson is the real thing.

αυθεντικός

noun (informal, figurative ([sth] authentic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are your diamonds paste or are they the real thing?

το σωστό

noun (informal (correct action)

Of course, the right thing to do would be to confess.

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

noun ([sth] odd or unexpected)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαζομάρα, βλακεία, ανοησία

noun (foolish act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Forgetting your coat in this frigid weather was a stupid thing to do.

χαζομάρα, βλακεία, ανοησία

noun (regrettable fact or event)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσικά

interjection (slang (certainly, of course) (καθομιλουμένη)

A: Can you lend me a pen? B: Sure thing!

σίγουρο

noun (informal ([sth] certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She knew that passing the test was a sure thing, so she didn't feel nervous.
Το είχε στάνταρ ότι θα περάσει στο διαγώνισμα οπότε δεν ήταν αγχωμένη.

τρομερό περιστατικό

noun (informal ([sth] shocking, unfortunate, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That head on collision on the Interstate was such a terrible thing.

αυτό χρειάζεται

interjection (it's exactly what is needed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take an aspirin – that's just the thing for a bad headache.
Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο.

έτσι ακριβώς

interjection (informal (that is precisely my point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's the thing! I never wanted to get married in the first place.

το καλύτερο

noun (greatest feature)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο στοιχείο του

noun (greatest feature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] wonderful, valued)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο

noun (informal, figurative ([sth] new, excellent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η δεύτερη επιλογή

noun (good substitute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I can't afford to buy a Volkswagen; the Toyota is the next best thing. Apples are not as sweet as candy, but I think they are the next best thing.

αυτό ακριβώς

noun (precisely what is required or specified)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τίποτα δε χαρίζεται.

expression (Everything has a cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to pay taxes on the free gift. Well, there's no such thing as a free lunch.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (informal ([sth] spoilt by excess)

There was so much to eat; sometimes you can have too much of a good thing!

ασχημόπραγμα

noun (informal, figurative ([sth] offensive or repellent) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jealousy is an ugly thing.

καταπληκτικό

noun (informal ([sth] marvellous)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Love is a wonderful thing. Getting paid to do what you love is a wonderful thing.
Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του thing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.