Τι σημαίνει το pretended στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pretended στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pretended στο Αγγλικά.

Η λέξη pretended στο Αγγλικά σημαίνει υποτιθέμενος, προσποιητός, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παριστάνω ότι κάνω κτ, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, ψεύτικος, -, διεκδικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pretended

υποτιθέμενος

adjective (claimed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It was soon obvious that his pretended skill at football was non existent.

προσποιητός

adjective (insincere, feigned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her pretended admiration was a blow that I wasn't prepared for.

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

intransitive verb (act as if)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was just pretending. I'm not really going to eat your ice cream.
Απλά υποκρινόμουνα. Δεν θα φάω πραγματικά το παγωτό σου.

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

verbal expression (feign)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Raphaël pretended to eat Audrey's ice cream.
Ο Ραφαέλ προσποιήθηκε (or: υποκρίθηκε) ότι έτρωγε το παγωτό της Ώντρεϋ.

παριστάνω ότι κάνω κτ

verbal expression (playact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica pretended to feed her dolls cake.
Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της.

προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ

verbal expression (playact, imagine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She pretended to be a princess.

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

verbal expression (dissimulate) (ότι/πως δεν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pretended not to hear him when he said that he loved her.
Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά.

ψεύτικος

adjective (not real)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The students used pretend money to practice shopping.
Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν ψεύτικα χρήματα για να εξασκηθούν στα ψώνια.

-

noun (US (playacting) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The girls were playing pretend with their mother's old clothes.

διεκδικώ

(archaic (claim)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The young duke pretended to the Throne.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pretended στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pretended

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.