Τι σημαίνει το principal στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης principal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του principal στο ισπανικά.

Η λέξη principal στο ισπανικά σημαίνει κύριος, βασικός, κεντρικός, κύριος, βασικός, κεντρικός, κεντρικός, κύριος, κεντρική παροχή, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, πρωτεύων, κύρια γραμμή, πρωταρχικός, βασικός, κεντρικός, βασικός, κύριος, σημαντικότερος, κορυφαίος, ναυαρχίδα, αρχικός, κύριος, κεφάλαιο, το νούμερο ένα, κεντρικός, κεντρικός, κύριος, βασικός, κεντρικός, του δρόμου, πρώτος, πρωταρχικός, βασικός, ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος, βασικός, απώτερος, κεντρικός, βασικός, ουσιαστικός, κύριος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, ουσιαστικός, ουσιώδης, κορυφαίος, κύριος όροφος, κύριο πιάτο, αυτοκινητόδρομος, ουσία, αρχική σελίδα, πυρήνας, δίκτυο κορμού, είμαι το πρώτο όνομα, κύριος,πιο σημαντικός, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!, οδική αρτηρία, εθνική οδός, κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής, κεντρική νεύρωση, βασική ιδέα, κεντρικός, πρώτος γυναικείος ρόλος, βασικό πεδίο σπουδών, κύριο υπνοδωμάτιο, φλέβα, κεντρικά γραφεία, εξώπορτα, πρόσοψη κτιρίου, τραγουδιστής, κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση, κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, κεντρικά γραφεία, βασικό αντικείμενο σπουδών, επώνυμος ρόλος, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, βασική ιδέα, κύριο σημείο, κεντρικός δρόμος, κεντρική οδός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αρχική σελίδα, κύρια πρόταση, δείκτης κινδύνου, πρωταγωνιστικός ρόλος, επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, κεντρικό μενού, κύριο μενού, επικεφαλής συγγραφέας, ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια, βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων, ρηματική φράση, μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση, κεντρικός δρόμος, κύρια πρόταση, πρώτο όνομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης principal

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La razón principal por la que estamos aquí es discutir el problema del martes.
Ο κύριος (or: βασικός) λόγος που είμαστε εδώ σήμερα είναι για να συζητήσουμε το πρόβλημα της Τρίτης.

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El actor principal era famoso, pero ninguno de los otros lo era.
Ο κύριος (or: βασικός) ηθοποιός ήταν διάσημος, αλλά όχι και οι υπόλοιποι.

κεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cómo se llama la calle principal de este pueblo? ¿Court Street?
Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ;

κύριος

adjetivo de una sola terminación (gramática)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La oración principal en esta frase es la importante.
Η κύρια πρόταση αυτής της περιόδου είναι και η πιο σημαντική.

κεντρική παροχή

adjetivo de una sola terminación (electricidad)

La red eléctrica principal no funcionaba a causa de la tormenta.
Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας.

βασικός, κύριος, πρωταρχικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La idea principal es buena, pero tenemos que hacer algunos cambios.
Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες.

πρωτεύων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nuestra principal consideración es la seguridad de los niños.

κύρια γραμμή

(línea de trenes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρωταρχικός, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La motivación principal de Adrián era el dinero.
Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα.

κεντρικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestra estrategia central es superar a nuestros competidores.

βασικός, κύριος, σημαντικότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La preocupación principal es cómo maximizar la eficiencia.
Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς θα μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητα.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este autor es uno de los principales escritores del siglo veinte.

ναυαρχίδα

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El restaurante principal del chef se iba a pique.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ναυαρχίδα της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.

αρχικός, κύριος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La razón principal de hacer esto es ayudar a otras personas.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

κεφάλαιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La amortización de un crédito incluye el pago del principal más los intereses.
Ένα στεγαστικό δάνειο περιλαμβάνει την αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων.

το νούμερο ένα

adjetivo de una sola terminación (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Durante mucho tiempo, Ford fue la principal fábrica de automóviles de Norte América.

κεντρικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El baile se llevará a cabo en el salón principal.
Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού.

κεντρικός, κύριος, βασικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El público se puso de pie para aplaudir al orador principal por su gracia.
Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία.

κεντρικός

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El papel principal en esta obra es el del asesino.

του δρόμου

adjetivo (puerta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No uses la puerta principal, usa la puerta trasera.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta noche es la primera representación de la obra.

πρωταρχικός, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestra preocupación primaria es el bienestar de nuestros empleados.
Η βασική μας ανησυχία είναι η υγεία των υπαλλήλων μας.

ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La seguridad de los niños es nuestra preocupación primordial.
Η ασφάλεια των παιδιών είναι η σημαντικότερη ανησυχία μας. Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας.

βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pan y el arroz son alimentos básicos.
Το ψωμί και το ρύζι είναι βασικά τρόφιμα.

απώτερος

(σκοπός, στόχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn trabaja como traductor, aunque su mayor objetivo es convertirse en novelista.

κεντρικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pasión del senador fue evidente, pero su argumento central tuvo fallas.

βασικός, ουσιαστικός, κύριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El objetivo fundamental de las vacaciones es relajarse.
Ο βασικός στόχος των διακοπών είναι να χαλαρώσεις.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pueblo es nuestra mayor prioridad.
Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El primer punto del temario iba a ser difícil de resolver.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El primer clarinetista de la Filarmónica es un músico brillante.

ουσιαστικός, ουσιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se ha producido un cambio primordial en la actitud de la gente en las últimas décadas.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La compañía discográfica que firmó contrato con la banda es una de las grandes.
Η δισκογραφική εταιρεία με την οποία υπέγραψε το συγκρότημα είναι από τις κορυφαίες.

κύριος όροφος

κύριο πιάτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alison eligió una entrada y un plato principal del menú.

αυτοκινητόδρομος

(voz francesa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La esencia del discurso del político era que serían necesarios más recortes en el gasto.
Η ουσία της ομιλίας του πολιτικού ήταν ότι θα χρειάζονταν περισσότερες περικοπές δαπανών.

αρχική σελίδα

(voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando haces clic en "home", emerge una nueva ventana.
Όταν κάνεις κλικ στην αρχική σελίδα εμφανίζεται ένα νέο παράθυρο.

πυρήνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quieren ampliar su negocio sin perder su base de clientes.
Θέλουν να επεκτείνουν την επιχείρησή τους χωρίς να χάσουν τον πυρήνα των πελατών τους.

δίκτυο κορμού

(Informática)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Todas las oficinas de este edificio están conectadas al backbone.

είμαι το πρώτο όνομα

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tim supo que su grupo lo había conseguido cuando encabezaron la lista del festival de música.

κύριος,πιο σημαντικός

adjetivo (superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo principal es pagar las facturas que están a punto de vencerse.

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Antes que nada leamos el acta de la reunión anterior.
Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας.

πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No fumes en el bosque! ¡La seguridad es lo principal!

οδική αρτηρία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εθνική οδός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κεντρική νεύρωση

(φύλλου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βασική ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hicimos algunos cambios a la redacción, pero la idea esencial sigue siendo la misma.

κεντρικός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los locales en la calle principal pagan alquileres más altos pero atraen más clientes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο.

πρώτος γυναικείος ρόλος

(παίζω, έχω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Katherine Hepburn era a menudo la actriz principal en sus películas.

βασικό πεδίο σπουδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi principal tema de estudio es el griego y estoy haciendo historia del arte como segunda especialidad.

κύριο υπνοδωμάτιο

Normalmente, los padres duermen en la habitación principal.

φλέβα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los mineros dieron con la veta principal y sacaron toneladas de mineral de oro.

κεντρικά γραφεία

(PR)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εξώπορτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi familia suele entrar y salir por la puerta de la cocina, pero preferimos que los invitados usen la entrada principal.
Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα.

πρόσοψη κτιρίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fachada principal imitaba las fachadas neogóticas.

τραγουδιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Siempre quiso ser el cantante principal de una banda de rock.

κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση

κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο

(en un diario)

κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

El artículo más destacado del diario de hoy es sobre el aumento del crimen.

κεντρικά γραφεία

La sede principal está en Londres, pero tienen sucursales en Bristol y en Leeds.

βασικό αντικείμενο σπουδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estudia Español en la universidad, pero su asignatura principal es Psicología.

επώνυμος ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Robert Powell tuvo el papel protagónico en el "Jesús de Nazareth" de Zeffirelli.

βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Decidieron vender varias de sus adquisiciones recientes y concentrarse en su actividad principal.

πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Willy Loman es el personaje principal de la obra "La muerte de un viajante".
Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου».

βασική ιδέα

nombre femenino

La clase fue bastante complicada pero entendí la idea principal.
Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

κύριο σημείο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Presentó en la reunión los puntos principales del informe.

κεντρικός δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los que aprenden a conducir generalmente practican en calles apartadas antes de ir por la calle principal.

κεντρική οδός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La avenida principal ahora es peatonal.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nombre masculino

El abogado principal del equipo es el Sr. Jaimes.

αρχική σελίδα

κύρια πρόταση

nombre femenino (γραμματική)

δείκτης κινδύνου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πρωταγωνιστικός ρόλος

Obtuvo el papel principal en la obra "Carrusel".

επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La atracción principal del pueblo es su castillo medieval.

κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος

nombre femenino

κεντρικό μενού, κύριο μενού

El menú principal es la ventana de inicio del software.

επικεφαλής συγγραφέας

(ακαδημαϊκή δημοσίευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
En algunas publicaciones el autor principal es el primero, en otras el último de los lista de autores.

ανώτερος αστυνομικός ερευνητής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια

(επιστημονικής μελέτης)

βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Su ingreso principal es la traducción.

ρηματική φράση

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La oración principal es una unidad con independencia sintáctica y sin conjunciones o adverbios que las introduzcan y las vinculen a otros elementos.

μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεντρικός δρόμος

κύρια πρόταση

πρώτο όνομα

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του principal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του principal

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.