Τι σημαίνει το principio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης principio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του principio στο ισπανικά.

Η λέξη principio στο ισπανικά σημαίνει αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, αξίωμα, γέννηση, αρχή, ξεκίνημα, η αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, προέλευση, αρχή, έναρξη, απαρχή, αρχή, αρχή, τακτική, αυγή, έναρξη, αρχή, αρχή, έναρξη, σπέρμα, αρχή, αρχή και τέλος, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, αρχικά, πρώτα, αρχικά, στην αρχή, εξαρχής, από την αρχή, απ'την αρχή ως το τέλος, απ'την αρχή ως το τέλος, από την αρχή ως το τέλος, ευθύς εξαρχής, από την αρχή, από καταβολής κόσμου, πλήρως, ολοκληρωτικά, στη θεωρία, στην αρχή, από την αρχή μέχρι το τέλος, για λόγους αρχής, μέχρι τέλους, Τέλος καλό, όλα καλά., ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, στην αρχή, εξ αρχής, αρχή, συμφωνία στην θεωρία, η αρχή του τέλους, νέο έτος, αρχή της ελάχιστης δράσης, δραστική ουσία, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, από την αρχή ως το τέλος, από την αρχή, στην αρχή του/της, άρθρο της πίστης, προεφοδιασμός, γυρίζω πάλι στην αρχή, απ' έξω και ανακατωτά, συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου, δίνω έμφαση στην αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης principio

αρχή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra compañía opera sobre el principio de la dedicación completa de parte de nuestros empleados.

αρχή

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Embarazaste a tu novia y después la dejaste? ¿No tienes ningún principio?

αρχή

nombre masculino (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comer carne va en contra de mis principios.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es un principio científico que la energía no puede crearse ni destruirse.

αξίωμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nuestros principios morales nos prohíben entrar en un acuerdo semejante.
Οι ηθικές αρχές μας δεν μας επιτρέπουν να συμμετέχουμε σε μια τέτοια συμφωνία.

γέννηση

(κυρ, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχή

(σημείο εκκίνησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él fue cuidadoso desde el principio.
Ήταν προσεκτικός από την αρχή.

ξεκίνημα

nombre masculino (πρώτη σε μια σειρά από ενέργειες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Arrancar el papel tapiz viejo fue sólo el comienzo de la redecoración.
Το να βγάλουμε την παλιά ταπετσαρία ήταν μόνο το ξεκίνημα της ανακαίνισης.

η αρχή

αρχή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desde el principio, ella fue una buena empleada.
Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή.

αρχή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cantémosla desde el principio.

αρχή

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Queremos que seas parte de este nuevo proyecto desde el principio.

αρχή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pongamos las reglas claras desde el principio.

προέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Suele ser interesante descubrir el origen de una expresión.
Είναι συχνά ενδιαφέρον να ανακαλύπτεις την προέλευση ενός ιδιωματισμού.

αρχή, έναρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fundación ha ayudado a la comunidad desde su comienzo en 1980.
Το ίδρυμα βοηθά την κοινότητά μας από το ξεκίνημά της, το 1980.

απαρχή, αρχή

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La coronación del nuevo rey marcó el amanecer de una nueva era.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mucha gente debe su buen comportamiento a los preceptos de la religión.

τακτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No está dentro de mis normas besar en la primera cita.
Δεν είναι η τακτική μου να φιλάω στο πρώτο ραντεβού.

αυγή

(literario) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunas cosas no han cambiado desde los albores de la civilización.
Κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει από την αυγή του πολιτισμού.

έναρξη, αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La apertura de la película es bastante dramática.
Το ξεκίνημα της ταινίας είναι πολύ δραματικό.

αρχή, έναρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un toque de clarín señaló el comienzo de la ceremonia.

σπέρμα

(αρχική αιτία, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con tan solo un germen como idea en su mente, renunció a su trabajo y se mudó a África.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo problemas con el proyecto desde el comienzo.
Από την αρχή υπήρχαν προβλήματα με αυτό το πρότζεκτ.

αρχή και τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eso es todo, no voy a seguir discutiendo.

βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας

Tenemos que ponernos de acuerdo en algunas reglas antes de seguir avanzando.

αρχικά, πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Originalmente iba a conseguir un título en arte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρχικώς σκόπευα να πάρω πτυχίο καλών τεχνών.

αρχικά, στην αρχή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al principio estaba negro como el carbón, luego sus ojos se acostumbraron a la oscuridad y comenzó a ver algunas características de la cueva.
Στην αρχή (or: αρχικά) ήταν πίσσα σκοτάδι. Έπειτα τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και άρχισε να βλέπει κάποια γνωρίσματα της σπηλιάς.

εξαρχής, από την αρχή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ'την αρχή ως το τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leí el informe de 400 páginas de principio a fin.

απ'την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me leí el libro de principio a fin.

από την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cena fue una delicia de principio a fin.

ευθύς εξαρχής, από την αρχή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo dije desde el principio, ¡nunca seré completamente monógamo!

από καταβολής κόσμου

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλήρως, ολοκληρωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me he leído las instrucciones de principio a fin, pero todavía no sé cómo se apaga el flash de la cámara.

στη θεωρία

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunque en principio creo en la sinceridad, a menudo me encuentro diciendo pequeñas mentiras para evitar lastimar los sentimientos de los demás.

στην αρχή

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al principio no se veía nada, poco a poco mis ojos se fueron acostumbrando a la oscuridad.
Στην αρχή δεν μπορούσα να δω τίποτα, στη συνέχεια όμως τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι.

από την αρχή μέχρι το τέλος

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ganó la carrera, habiendo estado en la punta de principio a fin.

για λόγους αρχής

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τέλους

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Actuó perfectamente de principio a fin.

Τέλος καλό, όλα καλά.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Te creyó el cuento tu mamá?", "¡Sí! ¡De cabo a rabo!".

στην αρχή

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al principio, aprender a conducir puede ser difícil.

εξ αρχής

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El principio rector de Mark era tratar a otros de la misma forma en que él quería ser tratado.

συμφωνία στην θεωρία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uno puede manifestar su aceptación en principio, pero sabe que en la práctica las cosas se dan de manera muy diferente.

η αρχή του τέλους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νέο έτος

El principio de año es el 1 de enero.
Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου.

αρχή της ελάχιστης δράσης

locución nominal masculina (física)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δραστική ουσία

nombre masculino (φάρμακο)

No importa el nombre comercial del medicamento sino el principio activo.

ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο

(figurado) (μεταφορικά: κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hoy empiezo a trabajar en la compañía donde trabajé por primera vez, siento que mi carrera cierra un circulo.

από την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con seis amagos de gol, el partido estuvo lleno de emoción de principio a fin.

από την αρχή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Por qué no me dijiste eso desde el principio?
Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή;

στην αρχή του/της

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Antes, la mayoría de los créditos se mostraban al principio de las películas.
Παλιά, οι τίτλοι εμφανίζονταν στην αρχή των ταινιών.

άρθρο της πίστης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προεφοδιασμός

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυρίζω πάλι στην αρχή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απ' έξω και ανακατωτά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου

locución verbal (κόστος, δαπάνες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω έμφαση στην αρχή

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του principio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του principio

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.