Τι σημαίνει το printed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης printed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του printed στο Αγγλικά.

Η λέξη printed στο Αγγλικά σημαίνει τυπωμένος, έντυπος, εκτυπώνω, εκδίδομαι, γράφω, εκτυπώνω, τυπώνω, εκτυπώνω, τυπώνω, εκτύπωση, αντίγραφο, εκτυπωμένος, εμπριμέ, κεφαλαία, γράμματα, αποτύπωμα, σφραγίδα, σφραγίδα, γκραβούρα, αντίγραφο, -, εκδίδω, έντυπη ύλη, όνομα ολογράφως με κεφαλαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης printed

τυπωμένος

adjective (produced by printing)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Printed media has lost popularity with the emergence of electronic media.

έντυπος

adjective (in printed form)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David still preferred the printed newspaper to the online version.

εκτυπώνω

transitive verb (computing: output on paper) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He printed the directions that had been emailed to him.
Εκτύπωσε τις οδηγίες που του έστειλαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

εκδίδομαι

transitive verb (publish) (βιβλίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When was this book printed?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα εκδόσει το νέο βιβλίο του γύρω στο Πάσχα.

γράφω

transitive verb (handwriting: write clearly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Print your name in the space provided instead of signing.
Γράψτε το όνομά σας στο κενό αντί να υπογράψετε.

εκτυπώνω, τυπώνω

(imprint [sth]) (πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Silk-screen is a method often used to print on fabrics.

εκτυπώνω, τυπώνω

(imprint [sth] on [sth]) (κάτι πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The art student printed the image of an eagle on a t-shirt.

εκτύπωση

noun (computing: print button)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Press "print" to send the document to the printer.
Πιέστε «εκτύπωση» για να στείλετε το έγγραφο στον εκτυπωτή.

αντίγραφο

noun (copy of a photo) (φωτογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The photographer sold prints of the photos to his customers.
Ο φωτογράφος πούλησε αντίγραφα των φωτογραφιών στους πελάτες του.

εκτυπωμένος

adjective (printed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Students may choose between a digital and a print textbook.

εμπριμέ

adjective (textile: with printed pattern)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
It was a cheerful print dress in a floral design.

κεφαλαία

noun (capital letters)

Write your name in print - do not give a signature.

γράμματα

noun (terms and conditions) (μεταφορικά: ψιλά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You should read the small print in all contracts.
Πρέπει να διαβάζεις τα ψιλά γράμματα σε κάθε συμβόλαιο.

αποτύπωμα

noun (impression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The print of horse hooves was visible in the mud.

σφραγίδα

noun (seal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The letter bore the print of Buckingham Palace.

σφραγίδα

noun (stamp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The envelope bore the print of the British Royal Mail.

γκραβούρα

noun (engraving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a print of the image etched on the copper plate.

αντίγραφο

noun (lithograph)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a print of the artist's most famous lithograph.

-

noun (textile: printed pattern, printed fabric) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher wore the animal print that the children liked so much.
Η δασκάλα φορούσε το άνιμαλ πριντ που τόσο λάτρευαν τα παιδιά.

εκδίδω

transitive verb (book: publish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The author is seeking a publisher who will print his new book.

έντυπη ύλη

noun (paper documents)

όνομα ολογράφως με κεφαλαία

noun (name written in block capitals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του printed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του printed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.