Τι σημαίνει το press στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης press στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του press στο Αγγλικά.

Η λέξη press στο Αγγλικά σημαίνει σπρώχνω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, στύβω, πιέζω, ο τύπος, ο τύπος, πιεστήριο, πρέσα, πρέσσα, σίδερο, πρέσα, πρέσσα, σχόλια, θήκη ρακέτας, -, τσάκιση, πίεση, πιέζω, πιέζω, πιέζω, σιδερώνω, σφίγγω, πιέζω, πιέζω, ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά, προχωράω, προχωρώ, πιέζω, καταπιέζω, πιέζω, στριμώχνω, συνεχίζω, Associated Press, Associated Press, κακή δημοσιότητα, πάγκος άρσης βαρών, δωρεάν αντίγραφο, δράπανο κολονάτο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ελευθεροτυπία, ελευθερία του τύπου, γαλλικός καφές, πρέσα σκόρδου, κίτρινος τύπος, χειροκίνητη πρέσα, χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα, δίνω συνέντευξη τύπου, μόλις κυκλοφόρησε, ζεστός-ζεστός, θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα, βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα, στεγνωτήριο, περασμένος από ζεστή πρέσα, κατεργασία έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος, κατεργασμένος έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος, πρακτορείο ειδήσεων, εκπρόσωπος τύπου, press box, υποβάλλω μήνυση, ασκώ δίωξη, απόκομμα από τον τύπο, συνέντευξη τύπου, πατάω, πρεσαριστή συναρμογή, ομάδα εξαναγκασμού πολιτών για να καταταγούν στον στρατό, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου, δελτίο τύπου, χώρος των δημοσιογράφων, σούστα, σφίγγω το χέρι κπ, αναγκάζω, εξαναγκάζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, πιεζόμενος, χώρος πιεστηρίων, αίθουσα τύπου, τυπογραφικό πιεστήριο, κίτρινος τύπος, συσκευή που απομακρύνει τις ζάρες από παντελόνια, οινοπιεστήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης press

σπρώχνω

intransitive verb (push)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed against the table to get it to move.
Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί.

πιέζω

transitive verb (key: push down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the delete key.
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω

transitive verb (button: depress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the button to ring the doorbell.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

πιέζω

transitive verb (compress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The more you press a wet sponge, the more water you will get out of it.
Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει.

στύβω

transitive verb (squeeze) (χυμός από φρούτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Press the oranges onto the juicer to make a healthy drink.
Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα.

πιέζω

transitive verb (push heavily on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you press on my suitcase so I can close it?
Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω;

ο τύπος

noun (news media)

The prime minister's memo was leaked to the press.
Το σημείωμα του πρωθυπουργού διέρρευσε στον τύπο.

ο τύπος

plural noun (journalists)

The President spent an hour briefing the press on his latest policy.
Ο Πρόεδρος πέρασε μια ώρα ενημερώνοντας τον τύπο για τις νέες πολιτικές του.

πιεστήριο

noun (printing machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Newspapers are produced on a printing press.
Οι εφημερίδες τυπώνονται σε πιεστήριο.

πρέσα, πρέσσα

noun (device: flattens clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a trouser press and an iron in the hotel room.

σίδερο

noun (device: irons clothes) (μικρό, χειροκίνητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A steam press takes the effort out of ironing clothes.

πρέσα, πρέσσα

noun (manufacturing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many metal components are stamped out of sheet metal on a giant press.

σχόλια

noun (informal (publicity, coverage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He got good press for the act of charity.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πολιτικό σκάνδαλο έτυχε ευρείας κάλυψης από τον τύπο.

θήκη ρακέτας

noun (racquet protector)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A tennis racquet should be stored in a press.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου έκανε δώρο μία θήκη ράκετας για τέννις.

-

noun (crowding together) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There was a great press of people in the small lift compartment.
Υπήρχε μεγάλος συνωστισμός στη μικρή καμπίνα του ανελκυστήρα.

τσάκιση

noun (crease, pleat) (παντελόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sharp press in his trousers showed his concern for appearances.

πίεση

noun (urgency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The press of executing transactions made the trader's job stressful.

πιέζω

verbal expression (hurry) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gabrielle pressed her assistant to finish addressing the envelopes.

πιέζω

verbal expression (harass) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bill collector presses debtors to pay, calling at all hours of the day.
Ο εισπράκτορας πιέζει του οφειλέτες να πληρώσουν τηλεφωνώντας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

πιέζω

(figurative (insist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the witness evaded the question, the prosecutor pressed for an answer.
Όταν απέφυγε να απαντήσει ο μάρτυρας, ο ανακριτής επέμεινε να πάρει απάντηση.

σιδερώνω

transitive verb (iron)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to press these trousers. They're all rumpled.

σφίγγω

transitive verb (hold close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed his lover to his chest.

πιέζω

(beg, entreat) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the court for a decision.

πιέζω

(hurry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Time is running out, I'll have to press you for an answer.

ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά

phrasal verb, transitive, inseparable (demand or request urgently)

Campaigners are pressing for a change in the law.

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (crowd: advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The herd pressed forward, driven by fear of the men behind them.

πιέζω, καταπιέζω

phrasal verb, intransitive (figurative (make [sb] feel claustrophobic)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It felt like the walls were pressing in all around her.

πιέζω, στριμώχνω

(figurative (make [sb] feel claustrophobic)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It felt as if the crowd was pressing in on Pat, and she began to panic.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (informal (continue, persevere) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Despite the worsening weather conditions, the explorers decided to press on with their journey.

Associated Press

noun (initialism (Associated Press)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Associated Press

noun (news agency) (ειδησεογραφικό πρακτορείο)

The Associated Press is reporting that that two tornadoes hit central Louisiana.

κακή δημοσιότητα

noun (informal (unfavourable publicity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress received a lot of bad press as a result of her extreme political views.

πάγκος άρσης βαρών

noun (weight lifting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bruce is in the gym, training on the bench press.

δωρεάν αντίγραφο

noun (book: free to reviewers) (βιβλίου)

The reviewer often sold his complimentary press copies to make some extra cash.

δράπανο κολονάτο

(drilling)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (metallurgy: shapes metal)

ελευθεροτυπία

(uncensored press)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελευθερία του τύπου

noun (right to print opinions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The reporter refused to tell the police who gave him the information, citing his rights under freedom of the press.

γαλλικός καφές

noun (coffee brewed in a cafetière)

The coffee shop serves French-press coffee.

πρέσα σκόρδου

noun (kitchen tool for crushing garlic) (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Crush two cloves of garlic with a garlic press.

κίτρινος τύπος

noun (informal, pejorative (sensationalist media)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gutter press is obsessed with celebrity gossip.

χειροκίνητη πρέσα

noun (pressing machine worked manually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My family uses their hand press to make homemade apple cider.

χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα

noun (printing press worked manually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Early newspapers were printed on a hand press.

δίνω συνέντευξη τύπου

verbal expression (speak to media)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The senator held a press conference to explain his new proposal.

μόλις κυκλοφόρησε

adjective (informal (newspaper: freshly printed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The club's latest newsletter is hot off the press.

ζεστός-ζεστός

adjective (informal, figurative (information: new) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The latest news hot off the press is that Alice is calling off the wedding.

θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα

noun (device for treating paper, cloth)

βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα

transitive verb (use a hot press on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεγνωτήριο

noun (UK, regional (place for drying clothes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περασμένος από ζεστή πρέσα

adjective (paper: treated, smooth)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κατεργασία έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος

noun (fabric: resistance to wrinkles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Clothing with a permanent press shrinks in hot water.

κατεργασμένος έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος

noun as adjective (fabric: resistant to wrinkles)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
These permanent-press shirts do not need ironing.

πρακτορείο ειδήσεων

noun (news-reporting organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Reuters is a well-known international press agency.

εκπρόσωπος τύπου

noun (public relations manager)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The actor's press agent has just released a statement.

press box

noun (journalists' enclosure) (ζαργκόν: χώρος δημοσιογράφων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To ensure a professional working environment, no family members or guests are permitted in the press box.

υποβάλλω μήνυση

(make formal accusation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The actress reacted angrily to the magazine article and threatened to press charges.

ασκώ δίωξη

verbal expression (accuse [sb] formally) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mining company pressed charges against the strikers.

απόκομμα από τον τύπο

noun (often plural (newspaper cutting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Norma collects press clippings on her son's career as a professional footballer.

συνέντευξη τύπου

noun (meeting with journalists)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The senator took 28 questions during this morning's press conference.

πατάω

(apply pressure, depress [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To stop the car, put your foot on the brake and press down.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

πρεσαριστή συναρμογή

noun (machinery)

ομάδα εξαναγκασμού πολιτών για να καταταγούν στον στρατό

noun (historical (forces military service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The crew of the ship were supplied by the press gang.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

(depress: a button, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doorbell is broken: you have to press it in hard to get it to work.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου

noun (media publicity pack)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The marketing department is preparing a press kit for the launch of the product.

δελτίο τύπου

noun (news update or bulletin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenkins authorized a press release denying the validity of the rumors.
Ο Τζένκινς ενέκρινε ένα δελτίο τύπου, όπου αρνήθηκε την εγκυρότητα των διαδόσεων.

χώρος των δημοσιογράφων

noun (journalists' enclosure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The reporters claimed their seats in the press section.

σούστα

noun (metal fastener)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The coat has press studs and a zip.

σφίγγω το χέρι κπ

verbal expression (informal, figurative (shake hands and mingle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The senator gave a speech and then pressed the flesh for a few minutes.

αναγκάζω, εξαναγκάζω

transitive verb (figurative (forcefully persuade [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel didn't really want to go on the trip, but the others press-ganged her.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

transitive verb (figurative (forcefully persuade [sb] to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Louis was press-ganged into organizing the children's party.

πιεζόμενος

adjective (attaches by pressing)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χώρος πιεστηρίων

noun (room for printing presses) (τυπογραφείο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αίθουσα τύπου

noun (room for reporters)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυπογραφικό πιεστήριο

noun (machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Johannes Gutenberg invented the printing press.

κίτρινος τύπος

noun (publisher of gossip) (μεταφορικά)

The tabloid press like to publish stories about celebrities.

συσκευή που απομακρύνει τις ζάρες από παντελόνια

noun (UK (device for removing wrinkles from pants)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οινοπιεστήριο

(wine making)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του press στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του press

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.