Τι σημαίνει το guide στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guide στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guide στο Γαλλικά.
Η λέξη guide στο Γαλλικά σημαίνει οδηγός, ξεναγός, πρόσκοπος, προσκοπίνα, οδηγός, οδηγός, οδηγός, φωτεινό παράδειγμα, φωτεινό παράδειγμα, προσκοπίνα, λαμπρό αστέρι, δραγουμάνος, με ξεναγό, Πουλί, αρχηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, παρακινητής, πρωτοπόρος, ξεναγός, βιβλίο για αρχάριους, ξεναγός, πυξίδα, ταξιδιωτικός οδηγός, πυξίδα, κατευθυνόμενος, ξεναγός, εγχειρίδιο, φάρος, Φύρερ, ταξιδιωτικός οδηγός, φάρος, πυρσός, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, δείχνω το δρόμο, καθοδηγώ, δείχνω το δρόμο, εμπνέω, χωρίς καθοδήγηση, που ανιχνεύει τη θερμότητα, βαρκάρης, βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα, εθελοντής ξεναγός, εθελόντρια ξεναγός, οδηγός, συνοδός, ξεναγός, τρόπος με τον οποίο κάνεις κάτι, εγχειρίδιο χρήσης, σκύλος-οδηγός, πνευματικός οδηγός, οδηγός επιβίωσης, κυματοδηγός, ταξιδιωτικός οδηγός, τουριστικός οδηγός, οδηγός πεδίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guide
οδηγός, ξεναγόςnom masculin et féminin (tourisme) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Elle était guide dans un musée Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο. |
πρόσκοπος, προσκοπίνα(Scoutisme, mouvement catholique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Paula est éclaireuse. Η Πόλα είναι πρόσκοπος. |
οδηγόςnom masculin (exploration) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Les explorateurs avaient un guide local. Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός. |
οδηγός(Scoutisme, mouvement catholique) (οδηγισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οδηγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous avons consulté les horaires de trains. |
φωτεινό παράδειγμαnom masculin (personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωτεινό παράδειγμαnom masculin (personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσκοπίνα(Scoutisme, mouvement catholique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαμπρό αστέριnom masculin (μεταφορικά) |
δραγουμάνοςnom masculin et féminin (personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
με ξεναγόadjectif (visite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Πουλί(Scoutisme, mouvement catholique) (μεταφορικά: πρόσκοπος ηλικίας 7-11 ετών) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On ne dirait pas mais ma sœur a autrefois été éclaireuse. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά η αδερφή μου ήταν προσκοπίνα κάποτε. |
αρχηγός, οδηγόςnom masculin (tourisme) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Le guide les emmena dans la pièce suivante. Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο. |
οδηγόςnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) M. Jones a fait office de guide tout au long de ce long et fastidieux parcours juridique. Ο κ. Τζόουνς ήταν ο οδηγός μας κατά τη μακρά και πολύπλοκη νομική διαδικασία. |
οδηγόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) April consultait le guide fourni pour trouver des endroits où manger dans la région. |
παρακινητήςnom masculin (για άνθρωπο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρωτοπόροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξεναγός(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si la guide fait un bon travail, nous lui donneront un bon pourboire. |
βιβλίο για αρχάριουςnom masculin (fam) (με οδηγίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεναγόςnom masculin et féminin (personne) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
πυξίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταξιδιωτικός οδηγόςnom masculin (livre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πυξίδα(μτφ: πρότυπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατευθυνόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
ξεναγός(littéraire) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εγχειρίδιο(scolaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φάρος(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αυτή η γυναίκα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης, ως φάρος που δείχνει τον δρόμο στις επόμενες γενεές. |
Φύρερ(αποδοκιμασία: δικτάτορας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξιδιωτικός οδηγός(voyage) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Michelin® et Lonely Planet® sont deux maisons d'édition réputées en matière de guides de voyage. |
φάρος, πυρσός(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les paroles de l'orateur agissaient tel un flambeau d'inspiration sur la foule. Τα λόγια του ομιλητή ήταν μια πηγή έμπνευσης για το πλήθος. |
οδηγώ, καθοδηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons besoin de quelqu'un pour nous guider dans Paris. Χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεναγήσει στα αξιοθέατα του Παρισιού. |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il la guida jusqu'à sa place. |
οδηγώ(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
καθοδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai conseillé un groupe de nouvelles recrues au travail. Καθοδηγούσα μια ομάδα νεοπροσληφθέντων στη δουλειά. |
οδηγώ(κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons été conduits à nos places par des bénévoles étudiants. Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές. |
καθοδηγώverbe intransitif (δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je conduis et tu nous guides. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
καθοδηγώ, οδηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guide guidait (or: conduisait) le groupe lors de leur visite du musée. |
δείχνω το δρόμο(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθοδηγώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guide touristique conduit les visiteurs dans toute la ville. Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη. |
δείχνω το δρόμο(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπνέωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le martyr soutient que c'est Dieu lui avait inspiré ses actions. |
χωρίς καθοδήγηση
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που ανιχνεύει τη θερμότηταlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρκάρηςnom masculin (ΗΒ) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εθελοντής ξεναγός, εθελόντρια ξεναγόςnom masculin (σε μουσεία) |
οδηγός, συνοδόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ξεναγόςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Comme il aimait voyager, il a décidé de devenir guide touristique. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ξεναγός πήγε τους επισκέπτες να δουν πολλά τοπικά αξιοθέατα. |
τρόπος με τον οποίο κάνεις κάτιnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'est plus un guide pratique qu'une explication complète. |
εγχειρίδιο χρήσηςnom masculin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σκύλος-οδηγός(courant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) On utilise souvent les labradors comme chiens d'aveugle. |
πνευματικός οδηγόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
οδηγός επιβίωσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il faudrait un guide de survie pour traverser cette jungle urbaine. |
κυματοδηγόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξιδιωτικός οδηγόςnom masculin |
τουριστικός οδηγόςnom masculin (livre) |
οδηγός πεδίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guide στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του guide
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.