Τι σημαίνει το pronto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pronto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pronto στο πορτογαλικά.

Η λέξη pronto στο πορτογαλικά σημαίνει έτοιμος για κτ, είμαι έτοιμος να, έτοιμος, εύκολα προσβάσιμος, έτοιμος, είμαι έτοιμος να, έτοιμος, τελειώνω, έτοιμος, έτοιμος, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, έτοιμος, όρεξη, διάθεση, έτοιμος για κτ, έτοιμος, έτοιμος, που έχει κιόλας φύγει, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, ξεκινάω, έτοιμος, πρόθυμος, έτοιμος, ντυμένος, που έχει ζεσταθεί, ώριμος, έτοιμος, ετοιμοπόλεμος, έτοιμος για κτ, έτοιμος, απ' έξω, απ' έξω κι ανακατωτά, μέχρι την στιγμή, ως την ώρα, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, που έχει ήδη ξεκαθαριστεί, κλινική χωρίς ραντεβού, κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβού, επείγοντα, ετοιμοπόλεμος, πρόθυμος, σχεδόν έτοιμος, έτοιμος, ετοιμοπαράδοτος, σε ετοιμότητα, ετοιμοπόλεμος, είμαι δεν είμαι έτοιμος, ορίστε, ορίστε, τιμή μετρητοίς, Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προκατασκευασμένο στοιχείο από σκυρόδεμα, είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος, είμαι έτοιμος να, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, έτοιμος, εκδόσιμος, ανέτοιμος, έτοιμος, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, έτοιμος για χρήση, τυποποιημένος, ψήνομαι να κάνω κτ, πρετ α πορτέ, έτοιμος για κατανάλωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pronto

έτοιμος για κτ

adjetivo (preparado)

Estou pronto para qualquer coisa.
Είμαι έτοιμος για όλα.

είμαι έτοιμος να

adjetivo (no ponto de) (κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele parece estar pronto para pular.

έτοιμος

adjetivo (disposto) (να κάνω κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você está pronto para ajudar?
Είσαι έτοιμος να βοηθήσεις;

εύκολα προσβάσιμος

A China é um mercado pronto para quase todos os nossos produtos.

έτοιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu estou pronto. Vamos lá!

είμαι έτοιμος να

(κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pobre mulher parecia prestes a chorar.
Η καημένη η γυναίκα έμοιαζε να είναι στο τσακ να βάλει τα κλάματα.

έτοιμος

(άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

τελειώνω

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se o teste estiver pronto, por favor ponha o lápis na mesa e espere os outros terminarem.

έτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mochila, meias de reserva, estojo de primeiros socorros, garrafas d'água... ok, estou pronto.

έτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολοκληρωμένος, τελειωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Eis o lugar para onde enviam as mercadorias prontas.

έτοιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όρεξη, διάθεση

(για κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Θα πάμε σε ένα πάρτι. Ψήνεσαι;

έτοιμος για κτ

adjetivo

έτοιμος

advérbio (να κάνω κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O gato estava pronto para pular no balcão quando eu entrei na sala.
Η γάτα ήταν έτοιμη να πηδήξει πάνω στον πάγκο όταν μπήκα στο δωμάτιο.

έτοιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos os sistemas estão prontos.

που έχει κιόλας φύγει

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adoro corridas. Olha! Os cavalos estão prontos!

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

adjetivo (gíria - totalmente empobrecido)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξεκινάω

adjetivo (esporte: começar a partida)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έτοιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essas botas velhas estão adequadas para a lata de lixo.

πρόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estou disposto a preparar o jantar esta noite.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να πληρώνω χρέη άλλων.

έτοιμος

(malas) (αποσκευές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As malas de Archie estão feitas e ele está pronto para partir.
Οι αποσκευές του Άρτσι είναι πακεταρισμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

ντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ahmed trabalha como vendedor, por isso está sempre bem arrumado.
Ο Αχμέτ εργάζεται ως πωλητής και για αυτό είναι πάντα κομψά ντυμένος. Δεν θα πάρεις ποτέ τη δουλειά αν εμφανίζεσαι άσχημα ντυμένος στη συνέντευξη.

που έχει ζεσταθεί

(ter completado os exercícios preparatórios) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ώριμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter trouxe a tábua de queijos, incluindo um brie macio e preparado.
Ο Πίτερ έβγαλε την πιατέλα με τα τυριά η οποία περιελάμβανε μαλακό, ώριμο μπρι.

έτοιμος, ετοιμοπόλεμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O gato estava posicionado e pronto para atacar.
Η γάτα είχε πάρει θέση και ήταν έτοιμη να επιτεθεί.

έτοιμος για κτ

O gato estava preparado para atacar quando o cachorro se aproximou.
Η γάτα είχε πάρει θέση μάχης καθώς πλησίαζε ο σκύλος.

έτοιμος

(feito antes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adicione a mistura preparada aos outros ingredientes e aqueça-os.
Προσθέστε το έτοιμο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά και ζεστάνετέ το καλά.

απ' έξω, απ' έξω κι ανακατωτά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como Allison tinha seu discurso bem preparado, não precisava de nenhuma anotação.
Η Άλισον δεν χρειαζόταν σημειώσεις καθώς είχε μάθει την ομιλία της απ' έξω.

μέχρι την στιγμή, ως την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É melhor você ter feito suas tarefas na hora que chegarmos em casa ou você vai ter problemas. O trâfego estava tão ruim que na hora que chegamos ao escritório eu estava 20 minutos atrasado.
Το καλό που σου θέλω να έχεις τελειώσει τις δουλειές σου μέχρι την ώρα που θα έρθω σπίτι, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου.

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

(usado para começar uma corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοπλισμένος, εφοδιασμένος

adjetivo (figurado: equipado com algo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vim armado para fazer perguntas difíceis ao comitê.

που έχει ήδη ξεκαθαριστεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο ύποπτος έδωσε στην αστυνομία μια εξήγηση που είχε προετοιμάσει από πριν για τις δραστηριότητές του τη νύχτα του εγκλήματος.

κλινική χωρίς ραντεβού

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλινική για ασθενείς χωρίς ραντεβού

(clínica médica onde não é necessário fazer agendamento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επείγοντα

substantivo masculino

ετοιμοπόλεμος

locução adjetiva (para batalha)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόθυμος

(ansioso para fazer algo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδόν έτοιμος

locução adverbial

έτοιμος

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετοιμοπαράδοτος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε ετοιμότητα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμοπόλεμος

(pronto para combate armado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι δεν είμαι έτοιμος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίστε

(isto é o que você precisa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ορίστε

(isto é o que você precisa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τιμή μετρητοίς

(mais barato em dinheiro)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A ambulância levou o homem ferido para a sala de emergência. O serviço de urgência estava cheio de vítimas do acidente.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

προκατασκευασμένο στοιχείο από σκυρόδεμα

(mistura pronta de cimento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι έτοιμος να

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Vou estar a postos para segurar você se você cair.
Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις.

έτοιμος

locução adjetiva (preparado para)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκδόσιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανέτοιμος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

Os atores estão se preparando para apresentar a peça dessa noite.
Οι ηθοποιοί ετοιμάζονται για την αποψινή θεατρική παράσταση.

αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου

(ter vontade de atacar alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος για χρήση

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τυποποιημένος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψήνομαι να κάνω κτ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ρώτησα την Τρέισι αν ψηνόταν να έρθει μαζί μου στο ταξίδι.

πρετ α πορτέ

(για ρούχα, ξενικό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έτοιμος για κατανάλωση

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pronto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pronto

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.