Τι σημαίνει το protéger στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης protéger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του protéger στο Γαλλικά.
Η λέξη protéger στο Γαλλικά σημαίνει προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, λαμβάνω μέτρα προστασίας, προστατεύω, περιφρουρώ, διαφυλάσσω, διασφαλίζω, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζομαι, διασφαλίζω, περιφρουρώ, στεγανοποιώ, το παίζω εκ του ασφαλούς, προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ, προστατευτικός με κπ, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, κάνω ανθεκτικό στον άνεμο, κρύβομαι, προστατεύω, προφυλάσσω, ανακόπτω, προστατευτικά, κατοχυρώνω πνευματικά δικαιώματα, κάνω κτ διαχρονικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης protéger
προστατεύω, προφυλάσσω(physiquement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gardes du corps protégeaient le premier ministre. Οι σωματοφύλακες προστάτεψαν (or: προφύλαξαν) τον πρωθυπουργό. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cire pour le parquet protège des chutes et des rayures. |
λαμβάνω μέτρα προστασίαςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les États-Unis protègent leur industrie automobile de la concurrence étrangère. |
προστατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor était prêt à risquer sa vie pour protéger sa fille (du mal). |
περιφρουρώ, διαφυλάσσω, διασφαλίζω(αφηρημένη έννοια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Constitution protège nos droits. Το σύνταγμα περιφρουρεί τα δικαιώματά μας. |
προστατεύω, διατηρώ άθικτοverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veux-tu bien garder mon appareil photo pendant que je me baigne ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα. |
σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτverbe transitif Avant de peindre le plafond, nous avons protégé les meubles à l'aide de vieux draps. Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια. |
προστατεύω, προφυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il protégeait son visage du vent avec ses mains. Προστάτεψε (or: Προφύλαξε) το πρόσωπό του από τον άνεμο με τα χέρια του. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents veulent souvent protéger leurs enfants. Οι γονείς συχνά επιθυμούν να προστατέψουν τα παιδιά τους. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les remparts autour de la ville la protégeaient des attaques. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère protégea ses enfants de la violence à l'écran. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La poule protège (or: défend) ses poussins. |
υπερασπίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui a défendu le fort quand les troupes sont parties ? Ποιος υπερασπίστηκε το οχυρό όταν έφυγαν τα στρατεύματα; |
διασφαλίζω, περιφρουρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στεγανοποιώ(un vêtement surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το παίζω εκ του ασφαλούςlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ
Mets un chapeau pour te protéger des coups de soleil. |
προστατευτικός με κπlocution adjectivale Bob est soucieux de protéger ses enfants. Ο Μπομπ είναι πολύ προστατευτικός με τα παιδιά του. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mur protégeait John du vent. Ο τοίχος προστάτευσε (or: προφύλαξε) τον Τζον από τον αέρα. |
προστατεύωverbe transitif (κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils essaient de protéger leurs enfants de toute l'attention publique. Προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το ενδιαφέρον του κοινού. |
κάνω ανθεκτικό στον άνεμοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρύβομαι(μτφ: πίσω από κτ/κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle se protège derrière son intelligence pour ne pas montrer sa vulnérabilité émotionnelle. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy veut protéger sa famille du mal. Η Νάνσι θέλει να προστατέψει (or: να προφυλάξει) την οικογένειά της από ο,τιδήποτε κακό. |
ανακόπτω(πτώση, δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette doudoune épaisse devrait te protéger des grêlons. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το φρέσκο χιόνι ανέκοψε την ισχύ της πρόσκρουσης όταν η Τίνα έπεσε κάτω. |
προστατευτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατοχυρώνω πνευματικά δικαιώματαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Protéger ses créations vestimentaires par un copyright n'est pas évident. |
κάνω κτ διαχρονικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του protéger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του protéger
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.