Τι σημαίνει το publique στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης publique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του publique στο Γαλλικά.

Η λέξη publique στο Γαλλικά σημαίνει κοινό, δημόσιος, δημόσιος, ανοιχτός, δημόσιος, δημόσιος, δημόσιος, κοινό, κοινό, κοινό, κοινό, κρατικός, κυβερνητικός, κοινό, κρατικός, τηλεθέαση, αναγνωστικό κοινό, χρηματοδοτούμενος από το κράτος, δημόσια, δημοσίως, πάρκο, φουαγιέ, κατήγορος, δημοφιλής, πάρκο, δημοσιεύομαι, γνωστός, για μαζική κατανάλωση, προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους, ανοιχτός στο κοινό, που έρχεται σε επαφή με το κοινό, μπροστά σε κοινό, δημόσια, μετά το κλείσιμο, βωμολοχία, αισχρολογία, κοινωνικό συμφέρον, θεατής, κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει, διατάραξη της τάξης, αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, όχληση, ασυνείδητος οδηγός, τόπος δημόσιας συζήτησης, ευρύ κοινό, ψυχιατρικό άσυλο, δημόσιο πάρκο, δημόσια ομιλία, δημόσιο νοσοκομείο, δημόσιος χώρος, δημόσιο σχολείο, δημόσιος κήρυκας, φως της δημοσιότητας, τιμή λιανικής, λιανική τιμή, συμμετοχή του κοινού, συμμετοχή του ακροατηρίου, παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο, δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό, δημόσιο προφίλ, Εισαγγελία, δημόσιος χώρος, δημόσιο τηλέφωνο, δημόσια προσφορά, ομιλία, νεανικό κοινό, ευρύ καταναλωτικό κοινό, κτ που αρέσει σε όλους, κοινό κτήμα, Eισαγγελία, παγκάκι, δημόσιο πρόσωπο, κοινωφελής υπηρεσία, λίγοι εκλεκτοί, λίγοι προνομοιούχοι, δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι, προσελκύω περισσότερους οπαδούς, δημοσιοποιώ, ενημερώνω, μαζικής παραγωγής, μπελάς, πληθυσμιακή ομάδα, ντελάλης, τελάλης, δημόσιο σχολείο, κοινωφελής παροχή, ψηφοθηρικός, γνωστοποιώ, CPS, δημόσιος τομέας, ζωντανός, κόσμος, τάξη, απαγόρευση, επίσημη ενημέρωση, δημόσιο συμφέρον, δημόσια εκπαίδευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης publique

κοινό

nom masculin (γενικά ο κόσμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le public a le droit de savoir.
Το κοινό έχει δικαίωμα να ξέρει.

δημόσιος

adjectif (ouvert à tous) (ανοιχτός σε όλους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une réunion publique est en train de se tenir.
Μία δημόσια συνάντηση λαμβάνει χώρα.

δημόσιος

adjectif (κυβερνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keith est entré dans le service public.
Ο Κιθ μπήκε σε δημόσια υπηρεσία.

ανοιχτός

(μεταφορικά: όχι πριβέ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le mariage du chanteur sera public (or: ouvert au public).

δημόσιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce travail est dans le domaine public.

δημόσιος

adjectif (école)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La plupart des Américains vont dans des écoles publiques.
Οι περισσότεροι Αμερικάνοι πάνε σε δημόσιο.

δημόσιος

adjectif (qui appartient au public)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a de nombreux jardins publics dans ma ville.

κοινό

nom masculin (spectacle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le public a applaudi à la fin du spectacle.
Οι θεατές χειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης.

κοινό

(télévision, radio) (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous espérons que cette nouvelle émission attirera un large public.
Ελπίζουμε ότι το νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα θα προσελκύσει ένα ευρύ κοινό.

κοινό

nom masculin (groupe de spectateurs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cet artiste attirait un petit public.
Ο καλλιτέχνης προσέλκυσε ένα μικρό κοινό.

κοινό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le producteur était heureux de voir qu'il y avait beaucoup de public à la première de la pièce.

κρατικός, κυβερνητικός

(entreprise,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le jardin est fermé au public.

κρατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τηλεθέαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναγνωστικό κοινό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le magazine a principalement un lectorat (or: public) féminin.

χρηματοδοτούμενος από το κράτος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δημόσια, δημοσίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Poursuivre leur dispute publiquement était de très mauvais goût.
Η συνέχιση της αντιπαράθεσής τους δημόσια ήταν δείγμα κακού γούστου.

πάρκο

(dans une ville)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a un parc avec quelques balançoires et un terrain de sport à quelques rues d'ici.
Υπάρχει ένα πάρκο με κούνιες μερικά τετράγωνα πιο πέρα.

φουαγιέ

(d'un hôtel, d'une maison,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kate attendit ses amies dans le vestibule de l'hôtel.

κατήγορος

(Droit)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ο κατήγορος υποστηρίζει πως ο κατηγορούμενος σχεδίασε και εκτέλεσε αυτό το έγκλημα εν ψυχρώ.

δημοφιλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάρκο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le Jardin de Kensington est une oasis de fraicheur dans la ville.
Το πάρκο του Κένσινγκτον είναι μια όμορφη όαση μέσα στην πόλη.

δημοσιεύομαι

(nouvelle) (για γεγονότα, ειδήσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si cette affaire sort, il sera ruiné.
Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί.

γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son homosexualité a été exposée au grand jour (or: étalée en public).

για μαζική κατανάλωση

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le rapport n'était pas à destiné à l'attention du grand public.

προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός στο κοινό

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έρχεται σε επαφή με το κοινό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπροστά σε κοινό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δημόσια

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μετά το κλείσιμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βωμολοχία, αισχρολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνικό συμφέρον

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θεατής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κπ που αναγκάζεται να ακούσει κάτι που δεν θέλει

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διατάραξη της τάξης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La police lui a donné un avertissement pour trouble à l'ordre public.

αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

όχληση

nom féminin (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un homme a été arrêté plus tôt dans la soirée car il était suspecté de porter atteinte à l'ordre public.

ασυνείδητος οδηγός

nom masculin

τόπος δημόσιας συζήτησης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous organisons une tribune libre ce soir dans l'amphithéâtre de l'école, où chacun pourra s'exprimer sur les événements récents.

ευρύ κοινό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce type d'humour n'est pas destiné au grand public.

ψυχιατρικό άσυλο

nom masculin (officiel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημόσιο πάρκο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu ne devrais pas jeter des déchets dans un parc public. Les urbanistes ont insisté pour que des espaces soient réservés à la création de parcs publics.
Δεν πρέπει να ρίχνετε σκουπίδια στο δημόσιο πάρκο. Οι πολεοδόμοι απαίτησαν να τεθεί στην άκρη λίγη γη για δημόσια πάρκα.

δημόσια ομιλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma plus grande phobie, c'est de parler en public.

δημόσιο νοσοκομείο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le chirurgien de l'hôpital public a bien meilleure réputation que son confrère de la clinique voisine.

δημόσιος χώρος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce terrain doit retourner dans le domaine public communal.

δημόσιο σχολείο

nom masculin

L'institut National des Jeunes Sourds est un établissement d'enseignement public spécialisé dans l'accueil des jeunes sourds de la maternelle au baccalauréat.

δημόσιος κήρυκας

nom masculin (Histoire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le crieur public annonça que le criminel serait pendu en public.

φως της δημοσιότητας

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette affaire privée a éclaté au grand jour.

τιμή λιανικής, λιανική τιμή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je ne paie jamais le prix de vente plein tarif parce que je sais marchander.

συμμετοχή του κοινού, συμμετοχή του ακροατηρίου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les clowns se basent sur la participation du public durant leurs spectacles.

παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο

nom masculin

δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les élus sont censés agir pour le bien public, pas pour leur propre intérêt.

δημόσιο προφίλ

nom masculin (κοινωνική δικτύωση)

Εισαγγελία

nom masculin

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Comme les preuves n'étaient pas suffisantes, le ministère public n'a pas accusé Sandra du meurtre.

δημόσιος χώρος

nom masculin

δημόσιο τηλέφωνο

nom masculin

δημόσια προσφορά

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομιλία

verbe pronominal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεανικό κοινό

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je pense que ce produit pourrait plaire au jeune public (or: à un jeune public).

ευρύ καταναλωτικό κοινό

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La conception de la voiture a été revue pour attirer le grand public.
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

κτ που αρέσει σε όλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινό κτήμα

nom masculin

Eισαγγελία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγκάκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημόσιο πρόσωπο

nom masculin

κοινωφελής υπηρεσία

nom masculin

λίγοι εκλεκτοί, λίγοι προνομοιούχοι

nom masculin (επιλογή: ελίτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'humoriste avait peur que si son homosexualité était rendue publique, sa carrière en souffrirait.

προσελκύω περισσότερους οπαδούς

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le parti va devoir élargir son électorat s'il veut gagner les prochaines élections.

δημοσιοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leur liaison a été rendue publique lorsqu'ils ont été surpris se tenant par la main.

ενημερώνω

(γνώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η ασθένεια αυτή είναι ελάχιστα γνωστή και έτσι θα κάνω μια ταινία για να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο.

μαζικής παραγωγής

adjectif invariable

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'âge où les journaux sont considérés comme des biens bon marché et grand public arrive à son terme.
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

μπελάς

(personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le pitre de la classe est pénible et devrait être exclus.
Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί.

πληθυσμιακή ομάδα

(technique)

ντελάλης, τελάλης

nom masculin (Histoire) (δημόσιος κήρυκας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημόσιο σχολείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leurs enfants vont au collège public de leur quartier.

κοινωφελής παροχή

nom masculin (surtout au pluriel)

ψηφοθηρικός

(Can : politique) (δαπάνες, έξοδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνωστοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a insisté sur le fait qu'elle ne voulait pas parler de ses engagements caritatifs.
Προσπαθεί πολύ να μη γνωστοποιεί τη φιλανθρωπική της δράση.

CPS

(συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δημόσιος τομέας

nom masculin

ζωντανός

locution adverbiale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'humoriste aimait jouer devant un public.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό.

κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y aura un scandale quand les gens en entendront parler.

τάξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a été condamné pour troubles de l'ordre public.

απαγόρευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη ενημέρωση

nom masculin

δημόσιο συμφέρον

nom masculin

δημόσια εκπαίδευση

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του publique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του publique

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.