Τι σημαίνει το root στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης root στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του root στο Αγγλικά.

Η λέξη root στο Αγγλικά σημαίνει ρίζα, ρίζα, πηγή, ρίζα, ρίζα, ρίζες, ρίζες, ρίζα, ρίζα, ρίζα, βασικός, κύριος, ριζώνω, έχω τις ρίζες μου σε κτ, ψαχουλεύω, ψαχουλεύω, ψάχνω, υποστηρίζω, εξαλείφω, πατάσσω, ψαχουλεύω, κυβική ρίζα, νωτιαία νεύρα, πιπερόριζα, γλυκόριζα, ρίζα, ρίζα λωτού, είδος αναψυκτικού, κανάλι ρίζας, απονεύρωση, ενδοδοντική θεραπεία, αιτία, κελάρι αποθήκευσης λαχανικών, ριζώδες λαχανικό, ριζικό τριχίδιο, μέση τετραγωνική ρίζα, αιτία του κακού, ξεριζώνω το κακό, σάπισμα ρίζας φυτού, ριζικό άκρο, ξεριζώνω, ριζωματώδες λαχανικό, ριζώδες λαχανικό, ριζική λέξη, ρίζωμα, ρίζα, βγάζω ρίζες, ριζώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης root

ρίζα

plural noun (plant: part in the soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's important for plants to have strong roots.
Είναι σημαντικό για τα φυτά να έχουν γερές ρίζες.

ρίζα, πηγή

noun (figurative (origin, source) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The root of the problem is that Lauren simply can't see Tina's point of view.
Η ρίζα του προβλήματος έγκειται στο ότι η Λορίν απλά δεν μπορεί να καταλάβει την άποψη της Τίνα.

ρίζα

noun (tooth: part in the gum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Healthy roots are important for strong teeth.
Οι υγιείς ρίζες είναι σημαντικές για γερά δόντια.

ρίζα

noun (word: base form)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A root is the base from which other words are formed.
Ρίζα είναι η βάση, από την οποία σχηματίζονται άλλες λέξεις.

ρίζες

plural noun (figurative (origin, lineage) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Adam's red hair suggests he has Celtic roots.
Τα κόκκινα μαλλιά του Άνταμ υποδηλώνουν ότι έχει κέλτικες ρίζες.

ρίζες

plural noun (figurative (ancestral place of origin) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The family have their roots in Devon.
Οι οικογενειακές τους ρίζες εντοπίζονται στο Ντέβον.

ρίζα

plural noun (hair close to scalp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My roots are growing back; I need to dye my hair again.
Έβγαλα ρίζα. Πρέπει να ξαναβάψω τα μαλλιά μου.

ρίζα

noun (of tooth, nail, hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emily plucked her eyebrows, taking care to pull the hairs out by the root.
Η Έμιλι έβγαζε τα φρύδια της φροντίζοντας να τραβάει τις τρίχες από τη ρίζα.

ρίζα

noun (root of a number) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Two is the root of four.

βασικός, κύριος

noun as adjective (cause: original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The root cause of Rachel's unhappiness is her own unwillingness to change her situation.

ριζώνω

intransitive verb (plant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I planted the rose bush in the garden last week and it seems to have rooted well.

έχω τις ρίζες μου σε κτ

(figurative, usually passive (originate, base) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Petra's fear of flying is rooted in a traumatic childhood experience.

ψαχουλεύω

phrasal verb, intransitive (rummage) (ψάχνω επίμονα με τα χέρια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll root around and see if I can find that old photo album.

ψαχουλεύω

(rummage in [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He spent hours rooting around in the shed just to find a flowerpot.

ψάχνω

(rummage, search)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (support, cheer on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He always rooted for the underdog.

εξαλείφω

phrasal verb, transitive, separable (find and eliminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's almost impossible to root out the causes of poverty.

πατάσσω

phrasal verb, transitive, separable (hunt down) (φαινόμενο ή άτομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Prime Minister was determined to root out the terrorists and bring them to justice.
Ο πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος να πατάξει τους τρομοκράτες και να τους φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης.

ψαχουλεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (search through many things)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυβική ρίζα

noun (mathematics)

νωτιαία νεύρα

noun (anatomy: spinal nerves) (ανατομία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πιπερόριζα

noun (plant eaten as a spice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γλυκόριζα

noun (root used to flavor confection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Despite their similar smells, licorice and anise are not related.

ρίζα

noun (basic form of a word)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίζα λωτού

noun (vegetable with white flesh)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδος αναψυκτικού

noun (US (carbonated soft drink)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I quite like root beer even though it tastes a bit like soap.

κανάλι ρίζας

noun (tooth: nerve cavity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An infected root canal can be very painful.

απονεύρωση

noun (informal (dental treatment) (οδοντιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It took the dentist four hours to do a root canal on my molar.
Πήρε τέσσερις ώρες στον οδοντίατρό μου να κάνει την απονεύρωση στον τραπεζίτη μου.

ενδοδοντική θεραπεία

noun (dental treatment)

Doctor Gottadrille is an expert providing root canal treatment.

αιτία

noun (origin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The root cause of most of the world's problems is overpopulation.

κελάρι αποθήκευσης λαχανικών

(vegetable store)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ριζώδες λαχανικό

noun (crop grown for edible roots)

Beetroot and carrots are both root crops.

ριζικό τριχίδιο

(botany) (φυτών)

μέση τετραγωνική ρίζα

noun (mathematics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The students learnt how to calculate the root mean square of a set of numbers.

αιτία του κακού

noun (figurative (cause of all that is bad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Drugs are the root of all evil. Money is the root of all evil.
Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού.

ξεριζώνω το κακό

verbal expression (eliminate bad influences) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The second grade teacher saw it as her duty to root out the evil in her pupils.

σάπισμα ρίζας φυτού

noun (fungal disease of plant roots)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer lost his whole crop when it was attacked by root rot.

ριζικό άκρο

noun (botany: end of plant root) (άκρο ρίζας φυτού)

ξεριζώνω

(dig [sth] up at roots)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ριζωματώδες λαχανικό, ριζώδες λαχανικό

noun (edible starchy tuber)

Roasted root vegetables like rutabaga, turnips, carrots, and parsnips make a tasty side dish.

ριζική λέξη

noun (basic word form without prefix or suffix) (γλώσσα, γραμματική)

ρίζωμα

noun (root: propagates plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίζα

noun (mathematics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The square root of 64 is 8.

βγάζω ρίζες

verbal expression (plant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ριζώνω

verbal expression (figurative (idea: become established) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Suspicions about her husband took root in her mind.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του root στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του root

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.