Τι σημαίνει το quelqu'un στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quelqu'un στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quelqu'un στο Γαλλικά.

Η λέξη quelqu'un στο Γαλλικά σημαίνει κάποιος, κάποιος, κάποιος, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, οποιοσδήποτε, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, κάτι, άτομο, κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, άπιστος, μαθητής, μαθήτρια, πνιγμού, ξένος, δικτυωμένος, αυτός που πείθει, καλός άνθρωπος, καλός άνθρωπος, διακεκριμένο πρόσωπο, παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο, υπέυθυνο άτομο, λυπημένος, στενοχωρημένος, ντροπαλός, συνεσταλμένος, εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο, βίαιος άνθρωπος, κοινωνικός άνθρωπος, κάποιος άλλος, παρηγορητής, παρηγορήτρια, οποιοσδήποτε άλλος, συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου, υποφέρω από απώλεια, στο όνομα κπ άλλου, μυημένος, συγγραφή εκ μέρους άλλου, παντρεύομαι μέλος άλλης φυλής, εθνικότητας ή δόγματος, μεσάζων, δουλειά που γίνεται από μέσα, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, αγχώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quelqu'un

κάποιος

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quelqu'un a mangé le dernier morceau de gâteau, mais je ne sais pas qui c'était.
Κάποιος έφαγε το τελευταίο κομμάτι τούρτα, αλλά δεν ξέρω ποιος.

κάποιος

pronom (μεταφορικά, ειρωνικό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Il n'était personne avant, mais maintenant qu'il s'est marié avec elle, il est devenu quelqu'un.
Πριν ήταν ένα τίποτα, αλλά τώρα, αφότου την παντρεύτηκε, έχει γίνει οπωσδήποτε κάποιος.

κάποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quelqu'un (or: On) a laissé un paquet sur le pas de la porte.
Κάποιος έχει αφήσει ένα δέμα στο κατώφλι.

κανείς, κανένας

pronom (dans les questions)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quelqu'un veut du café ?
Θέλει κανείς (or: κανένας) καφέ;

κανείς, κανένας

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quelqu'un peut m'aider à faire mes devoirs ?
Μπορεί κανείς να με βοηθήσει με την εργασία μου;

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Si quelqu'un veut me rejoindre, qu'il n'hésite pas!
Αν θέλεις κανείς να έρθει μαζί μου, μπορεί ελεύθερα να το κάνει.

κανείς, κανένας

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je me demande si quelqu'un a retrouvé le chat qui a disparu.
Αναρωτιέμαι αν έχει βρει κανένας τη γάτα που εξαφανίστηκε.

κανείς, κανένας

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je doute que quelqu'un ait remarqué ton erreur.
Αμφιβάλλω ότι πρόσεξε κανείς (or: κανένας) το λάθος σου.

κανείς, κανένας

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je doute que quelqu'un vole ma voiture : c'est une épave !
Είναι απίθανο να έχει κλέψει κάποιος το αυτοκίνητό μου. Είναι ένα μάτσο παλιοσίδερα.

κάτι

pronom (familier) (για ολα τα γένη)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Elle se prend vraiment pour quelqu'un.
Πρέπει να νομίζει ότι είναι κάποια.

άτομο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est quelqu'un de bizarre.

κάποιος

nom masculin (ειρωνικό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je reconnais l'homme là-bas ; c'est quelqu'un dans le monde du cinéma.

ιδιοκτησία, περιουσία

(objet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette imprimante est ma propriété.
Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία).

άπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαθητής, μαθήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les élèves bénéficient de ressources pédagogiques adaptées à leur niveau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι σπουδαστές πρέπει να εκμεταλλευτούν το εποπτικό υλικό που απευθύνεται στο επίπεδό τους.

πνιγμού

(risque) (σε γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξένος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ο Άλαν μετακόμισε στο χωριό μόλις πριν από δυο χρόνια μόνο και ακόμη θεωρείται ένος.

δικτυωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ceux qui connaissent son organisation de l'intérieur croient que les résultats du concours sont déjà fixés.
Οι γνώστες πιστεύουν ότι ο διαγωνισμός έχει ήδη κριθεί.

αυτός που πείθει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλός άνθρωπος

(littéraire)

καλός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vivie est quelqu'un de bien qui est toujours prête à aider les autres.

διακεκριμένο πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand j'ai demandé pourquoi la rue était barrée, l'agent m'a dit que "quelqu'un d'important" devait arriver.

παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous être déjà quatre sur le court de tennis. Je suis de trop, alors je vais vous regarder jouer.

υπέυθυνο άτομο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λυπημένος, στενοχωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
C'est quelqu'un de triste car rien dans sa vie ne la rend heureuse.

ντροπαλός, συνεσταλμένος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βίαιος άνθρωπος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνικός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John peut bavarder avec n'importe qui, c'est quelqu'un qui aime le contact avec les gens.

κάποιος άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ne veux pas le faire ; demande à quelqu'un d'autre.
Δεν θέλω να το κάνω. Ζήτα το από κάποιον άλλο.

παρηγορητής, παρηγορήτρια

(figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

οποιοσδήποτε άλλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποφέρω από απώλεια

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στο όνομα κπ άλλου

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les membres de certaines religions accomplissent du travail pour leurs ancêtres.

μυημένος

nom masculin

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il faut y travailler pendant des années avant d'être considéré comme étant dans la place.
Χρειάζονται χρόνια δουλειάς πριν να θεωρηθείς μέλος της ομάδας.

συγγραφή εκ μέρους άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντρεύομαι μέλος άλλης φυλής, εθνικότητας ή δόγματος

verbe pronominal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεσάζων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous devons localiser une personne qui règle les problèmes dans une agence gouvernementale.

δουλειά που γίνεται από μέσα

(délit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma mère m'a interdit de sortir avec des garçons dans son genre. Tu vas t'attirer des ennuis si tu traînes avec des gens dans son genre.

αγχώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quelqu'un στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του quelqu'un

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.