Τι σημαίνει το quelque part στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quelque part στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quelque part στο Γαλλικά.

Η λέξη quelque part στο Γαλλικά σημαίνει κάπου, κάπου, κάπου, επιστροφή, το κόβω με τα πόδια, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, πηγαίνω με κτ, ξαναεπισκέπτομαι, το κόβω με τα πόδια, μελανιάζω, περπατώ, αναχώρησης, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, με το που ήρθε, έφυγε, κάτοικος, κάπου εδώ γύρω, πάω οδηγώντας, πηγαίνω, μεταβαίνω, δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, κάνω το πρώτο βήμα, ωθώ, σπρώχνω, πάω μαζί με κάποιον άλλο, υπονοώ, υπαινίσσομαι, γίνομαι δεκτός, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κάνω διάρρηξη, υπονοώ, εννοώ, αποβάλλω, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, εξερχόμενος, κάνω εμφάνιση-αστραπή, δείχνω το δρόμο, κλειδώνω κπ έξω από κτ, πετάω, πάω ταξίδι του μέλιτος, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, τραυματίζω, πληγώνω, κάνω οτοστόπ, ζητιανεύω κτ από κπ, κάνω έξωση, κρυφή και αθόρυβη κίνηση, επανεισερχόμενος, δείχνω σε κπ το δρόμο για κτ, κάνω ποδήλατο, κάνω οτοστόπ, φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτ, απομακρύνω, προσελκύω κπ σε κτ, εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ, χωράω σε κτ, κάνω τράκα, κάνω ποδήλατο, περνάω με ευκολία, πηγαίνω, πάω, πετάω με τζετ, κάνω διακοπές, πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ, γεμίζω κτ με κτ, δίνω ώθηση σε κτ, βάζω κοριό σε κτ, που απομακρύνεται, που ξεμακραίνει, που ξεστρατίζει, -, καταλήγω, ταξιδεύω με τροχόσπιτο, κάνω ποδήλατο, γυρίζω πίσω, έρχομαι, βάζω, στρώνω με χλοοτάπητα, κτ έχει πλεονάζον προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quelque part

κάπου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Robert se cachait quelque part dans la maison. // J'ai posé mon passeport quelque part mais je ne sais plus où. // Pourquoi est-ce que tu mets ton manteau ? Tu vas quelque part ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Ρόμπερτ κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Έβαλα κάπου το διαβατήριό μου, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ που.

κάπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que tu as quelque part où dormir ce soir ?
Έχεις κάπου να κοιμηθείς απόψε;

κάπου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce film rappelle les westerns des années 50.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(à son point de départ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est gentil de nous inviter, mais nous devons rentrer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

πηγαίνω με κτ

(du vélo, de la moto)

Je fais du vélo tous les jours.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

ξαναεπισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis contusionné le genou après être rentré dans une bouche d'incendie.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher.

αναχώρησης

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Πάμε διακοπές το Σάββατο. Η πτήση αναχώρησής μας φεύγει στις 8.23 το πρωί του Σαββάτου.

καινούριος σε κτ, νέος σε κτ

(compétences)

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

locution verbale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai passé la journée à aller et venir.

με το που ήρθε, έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτοικος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Sophia habite un appartement, mais voudrait acheter une maison.
Η Σοφία μένει σε διαμέρισμα, αλλά θέλει να αγοράσει μια μονοκατοικία.

κάπου εδώ γύρω

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je sais que j'ai laissé mes clés quelque par là.
Ξέρω ότι άφησα τα κλειδιά μου κάπου εδώ γύρω.

πάω οδηγώντας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne pense pas que tu devrais aller à l'hôpital en voiture.

πηγαίνω, μεταβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου

(pour montrer son désaccord)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ

verbe intransitif (αν είμαι οδηγός)

κάνω το πρώτο βήμα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωθώ, σπρώχνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un homme dans la foule m'a crié dessus pour avoir joué des coudes pour entrer.

πάω μαζί με κάποιον άλλο

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Et si je laissais ma voiture ici histoire d'aller à la soirée ensemble ?

υπονοώ, υπαινίσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où veux-tu en venir ?
Τι υπονοείς;

γίνομαι δεκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ να μπει σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs sont entrés (or: se sont introduits) dans la maison par effraction et ont volé plusieurs bijoux.
Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα.

υπονοώ, εννοώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne vois pas où tu veux en venir.
Δεν καταλαβαίνω πού το πας.

αποβάλλω

(d'un cours,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prof m'a exclu de cours parce que je ne voulais pas éteindre mon iPod.
Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου.

στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερχόμενος

(train, bateau)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ένας σωλήνας μεταφέρει την εξερχόμενη ροή του νερού.

κάνω εμφάνιση-αστραπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faisait des allées et venues incessantes à la réunion si bien que personne n'a remarqué qu'il était parti pour de bon.
Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση.

δείχνω το δρόμο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδώνω κπ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

πετάω

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous avons pris l'avion jusqu'à San Francisco l'été dernier.

πάω ταξίδι του μέλιτος

(έμφαση στο ταξίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ken et Tina ont fait leur voyage de noces dans les Caraïbes.

πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις

(à de l'argent, une subvention,...) (για κτ ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La famille a reçu une lettre l'informant qu'elle avait le droit à des allocations.
Η οικογένεια έλαβε ένα γράμμα που ανέφερε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις απαιτήσεις) για τη λήψη κρατικών επιδομάτων.

ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ

verbe intransitif

J'aimerais retourner à Paris un jour.
Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα.

τραυματίζω, πληγώνω

verbe pronominal (personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike s'est blessé à la jambe en tombant dans l'escalier.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

κάνω οτοστόπ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate est allée du Colorado jusqu'au Kansas en stop.
Η Κάρεν έκανε οτοστόπ από το Κολοράντο μέχρι το Κάνσας.

ζητιανεύω κτ από κπ

(familier : de l'argent, une cigarette) (ανεπίσημο)

κάνω έξωση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère m'a mis dehors.

κρυφή και αθόρυβη κίνηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Adrian voyait bien qu'il lui faudrait marcher discrètement s'il voulait se rapprocher assez près pour entendre ce qu'ils disaient.
Ο Άντριαν κατάλαβε ότι θα έπρεπε να κινηθεί κρυφά και αθόρυβα για να πλησιάσει αρκετά ώστε να ακούσει τι λένε.

επανεισερχόμενος

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δείχνω σε κπ το δρόμο για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ποδήλατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Θα κάνουμε ποδήλατο μέχρι το κατάστημα.

κάνω οτοστόπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne a fait du stop tout du long, de London à Manchester.
Η Άνν ταξίδεψε με οτοστόπ όλη τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ.

φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτ

verbe intransitif

Est-ce que notre relation en est vraiment arrivée là : crier l'un sur l'autre dans la rue ?
Πραγματικά, έτσι κατάντησε η σχέση μας; Να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον στον δρόμο;

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a évacué tout le monde de l'immeuble de bureaux en raison de l'alerte à la bombe.

προσελκύω κπ σε κτ

Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προσελκύσουμε τον Τιμ στο πάρτι, δεν ήθελε όμως να έρθει.

εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωράω σε κτ

verbe intransitif

Cette table ne rentre pas dans la petite pièce.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

κάνω τράκα

(familier) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je peux te taper une clope ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα.

κάνω ποδήλατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sidonie a envie de faire du vélo.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι φίλοι πήγαν με το ποδήλατο στην πόλη για δουν μια ταινία.

περνάω με ευκολία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω, πάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

πετάω με τζετ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le président a voyagé en avion à réaction jusqu'à New York pour la conférence de presse.
Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου.

κάνω διακοπές

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous passons nos vacances en Espagne chaque année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φέτος θα κάνουμε διακοπές στην Ισπανία.

πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ

verbe transitif

Helen a embauché un chauffeur pour qu'il la conduise au travail.

γεμίζω κτ με κτ

Irene a recouvert tous les panneaux d'affichage d'affiches pour faire la publicité de son café.
Η Άιριν γέμισε όλους τους πίνακες ανακοινώσεων της πόλης με διαφημιστικές αφίσες για το καφέ της.

δίνω ώθηση σε κτ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

βάζω κοριό σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le FBI avait placé des micros dans le bureau pour attraper le suspect.
Το FBI έβαλε κοριό στο γραφείο για να συλλάβει τον ύποπτο.

που απομακρύνεται, που ξεμακραίνει, που ξεστρατίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Σε ευχαριστώ που με έφερες! Δεν θα έφτανα με τίποτα εγκαίρως αν δεν το έκανες.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous essayions d'aller à Brighton, mais nous nous sommes retrouvés à Hastings.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς.

ταξιδεύω με τροχόσπιτο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Allons au concert en caravane pour que personne ne se perde.

κάνω ποδήλατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane aime faire du vélo jusqu'au marché les jours de beau temps.

γυρίζω πίσω

(à pied)

Quand il a réalisé qu'il avait oublié d'acheter des œufs, Ray est retourné au magasin.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω

verbe transitif (dans une situation) (κάποιον σε κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son acte l'a mise en danger.

στρώνω με χλοοτάπητα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons décidé de mettre du gazon dans ce coin de terre là-bas.

κτ έχει πλεονάζον προσωπικό

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quelque part στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του quelque part

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.