Τι σημαίνει το re στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης re στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του re στο Αγγλικά.

Η λέξη re στο Αγγλικά σημαίνει αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ, σχετικά, ξανά-, θρησκευτικά, μάθημα θρησκευτικών, ξαναεμπλέκομαι σε κτ, σχετικά με κτ, αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζω, ξανακαλύπτω, επεξεργάζομαι ξανά, υποτροπιάζω, ξανακατατάσσομαι, ανανεώνω, κάνω κπ να συνηθίσει ξανά κτ, κάνω κπ να ξανασυνηθίσει κτ, διαφημίζω ξανά, διαφημίζω ξανά, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, ξαναπαίρνω, ξαναπαίρνω, ξαναθεωρώ, ξαναμετρώ, επανακαταμέτρηση, αναπαράγω, αναπαριστώ, αναδημιουργία, αντηχώ, αντιλαλώ, ξαναδιδάσκω, επανεκλογή, ξαναεμφανίζομαι, επανεμφανίζομαι, επαναπασχόληση, αναπαράσταση, επαναφορά, επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμα, αναζωογονώ, ξαναεμπλέκομαι, ξαναβάζω, επανεγγράφομαι, εισέχων, εισέχουσα γωνία, επανεισερχόμενος, εξοπλίζω εκ νέου, εφοδιάζω εκ νέου, εξοπλίζω εκ νέου, εφοδιάζω εκ νέου, αποκαθιστώ, επανίδρυση, επαναξιολογώ, επανεξετάζω, ξαναεξηγώ, ξαναεξηγώ, επανεξάγω, συμμορφώνομαι, ενισχύω, ενισχύω, τοποθετώ νέα στέγη σε κτ, ξαναράβω, ξαναχρησιμοποιώ, ξαναγράφω, ξαναγράφω, αναθεώρηση, ξαναγράφω τους κανόνες, είναι, είμαστε, ποιοι είναι, είσαι, Πλάκα κάνεις!, εμένα μου λες, Παρακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης re

αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ

preposition (informal, abbreviation (with reference to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to have a talk re the schedule next week.
Πρέπει να συζητήσουμε αναφορικά (or: σχετικά) με το πρόγραμμα την επόμενη βδομάδα.

σχετικά

preposition (written, abbreviation (e-mail, etc.: on the subject of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
RE: your last blog post
ΣΧΕΤΙΚΑ: με την τελευταία σου ανάρτηση στο μπλογκ.

ξανά-

prefix (again)

For example: remarry, redo, recount.

θρησκευτικά

noun (initialism (religious education)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μάθημα θρησκευτικών

noun (religion as school subject) (σχολείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All pupils have lessons in religious education during their first year in secondary school.

ξαναεμπλέκομαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (join [sth] again)

σχετικά με κτ

preposition (Latin (in the matter of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζω

verbal expression (figurative (work with what you have) (μια κατάσταση, ένα γεγονός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξανακαλύπτω

transitive verb (put a new cover on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to re-cover the sofa, as the stains won't come out.

επεξεργάζομαι ξανά

transitive verb (edit again)

υποτροπιάζω

intransitive verb (commit a further crime) (αδίκημα, έγκλημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many ex-convicts re-offend within a year of their release from prison.

ξανακατατάσσομαι

intransitive verb (re-enlist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανανεώνω

transitive verb (re-enrol, re-employ) (συμβόλαιο, συνδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να συνηθίσει ξανά κτ, κάνω κπ να ξανασυνηθίσει κτ

(get [sb] used to [sth] again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαφημίζω ξανά

intransitive verb (do publicity again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφημίζω ξανά

transitive verb (publicize again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά

transitive verb (job position, office: gain again) (αξίωμα, καθήκον, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά

transitive verb (responsibility: take on again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναπαίρνω

transitive verb (physical position: get into again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναπαίρνω

transitive verb (character, mood: adopt again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναθεωρώ

transitive verb (assumption: take as true again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναμετρώ

transitive verb (count again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ballots were recounted but the result was the same.
Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

επανακαταμέτρηση

noun (counting again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Opposition candidates are demanding a recount.
Οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης απαιτούν επανακαταμέτρηση.

αναπαράγω

transitive verb (reproduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry tried to recreate his best painting.

αναπαριστώ

transitive verb (imitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was hard to recreate the results in the research laboratory.

αναδημιουργία

noun (act: creating [sth] again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The re-creation of the vandalized statue will take several months to complete.

αντηχώ, αντιλαλώ

intransitive verb (reverberate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναδιδάσκω

transitive verb (teach or train again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεκλογή

noun (act of voting into office again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξαναεμφανίζομαι, επανεμφανίζομαι

intransitive verb (come out again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cat sat by the mousehole, waiting for the mouse to re-emerge.

επαναπασχόληση

noun (act of employing again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναπαράσταση

noun (reconstruction of events)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The reenactment of the civil war battle will take place next weekend.

επαναφορά

noun (bringing back a law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The reenactment of the decade old law was met with public outrage across the country.

επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμα

transitive verb (supply with electricity again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζωογονώ

transitive verb (invigorate again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναεμπλέκομαι

transitive verb (engage anew)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναβάζω

transitive verb (gear: lock into position again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεγγράφομαι

intransitive verb (sign up or register again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισέχων

adjective (angle: inward-pointing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εισέχουσα γωνία

noun (angle that points inward)

επανεισερχόμενος

noun ([sb] who has entered [sth] again)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξοπλίζω εκ νέου, εφοδιάζω εκ νέου

transitive verb (supply again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοπλίζω εκ νέου, εφοδιάζω εκ νέου

(supply with [sth] again) (κάτι με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαθιστώ

transitive verb (found or create anew) (κάτι που υπήρχε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two companies reestablished the contract after the merger.

επανίδρυση

noun (act of setting up again)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαναξιολογώ

transitive verb (assess again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will reevaluate your knowledge of the subject in six months, to see if you are making enough progress.

επανεξετάζω

transitive verb (study or inspect again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναεξηγώ

transitive verb (explain again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναεξηγώ

(explain again) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεξάγω

transitive verb (mainly US (export again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμορφώνομαι

intransitive verb (improve your conduct)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joey has promised to reform, but I'm not hopeful.
Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες.

ενισχύω

transitive verb (material: make stronger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They reinforced the doors with steel.
Ενίσχυσαν τις πόρτες με χάλυβα.

ενισχύω

transitive verb (military position: strengthen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
New troops arrived to reinforce those already on the ground.
Έφτασαν νέα στρατεύματα για να ενισχύσουν εκείνα που βρίσκονταν ήδη στο πεδίο της μάχης.

τοποθετώ νέα στέγη σε κτ

transitive verb (put a new roof on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναράβω

transitive verb (sew again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναχρησιμοποιώ

transitive verb (use again) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Are you planning to reuse this plastic bottle?
Σχεδιάζεις να ξαναχρησιμοποιήσεις αυτό το πλαστικό μπουκάλι;

ξαναγράφω

transitive verb (write in a revised form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please rewrite this section and don't mention the senator.

ξαναγράφω

transitive verb (write out again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom realized that his handwriting was unreadable and rewrote the note more clearly.

αναθεώρηση

noun (informal (text, manuscript: revision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You'll need to do a rewrite on this part of the speech here.

ξαναγράφω τους κανόνες

verbal expression (figurative (reinvent [sth], do [sth] unconventionally) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The New Wave directors rewrote the rules of film.
Οι σκηνοθέτες του Νέου Κύματος ξαναέγραψαν τους κανόνες της κινηματογράφησης, δημιουργώντας επανάσταση στην έβδομη τέχνη.

είναι

contraction (colloquial, abbreviation (they are) (γ' πληθυντικό του ρήματος είμαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be careful with the cookies, they're still very hot! I saw Rachel with her twins yesterday; they're 15 years old now.

είμαστε

contraction (colloquial (we are) (β' πληθυντικό του ρήματος είμαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ποιοι είναι

contraction (colloquial, abbreviation (who are)

Who're those people over there?

είσαι

contraction (colloquial, abbreviation (you are)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're so funny! I can't believe you're 50; you look so young!

Πλάκα κάνεις!

interjection (informal (expressing disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμένα μου λες

interjection (slang (I know, I'm well aware)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“Petrol's so expensive these days!” “You're telling me!”

Παρακαλώ

interjection (colloquial (response to thanks)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When someone thanks you, the proper response is to say "you're welcome".
Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ».

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του re στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του re

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.