Τι σημαίνει το rolling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rolling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rolling στο Αγγλικά.

Η λέξη rolling στο Αγγλικά σημαίνει που κινείται, που πλησιάζει στη στεριά, κυματιστός, κυλιόμενος, κυλάω, κυλάω, κυλάω, ρολό, ψωμάκι, κουβάρι, φιλμ, δεσμίδα, ρολό, περγαμηνή, κούνημα, κλίση, γύρισμα, ζαριά, βολή, μπαλιά, -, σωσίβιο, τούμπα, κύλιση, κυλάω, κυλώ, λικνίζομαι, εκτείνομαι, κυλάω, κυλιέμαι, βροντάω, βροντώ, χτυπάω, πάω, τραβάω, περνάω, απλώνω, λικνίζω, τυλίγω, τυλίγω, περνάω, ανοίγω, κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση, ρίχνω, κλέβω, στραβοκοίταγμα, που με κάνει να αγανακτήσω, ξεκινώ, αρχίζω, σημείο κοχλασμού, ζάμπλουτος, πάμπλουτος, κολυμπάω στο χρήμα, έλαστρο, συνεχής ροή ειδήσεων, χαρτάκι, πλάστης, σταδιακή μεταρρύθμιση, τροχαίο υλικό, νομάς, περιπλανώμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rolling

που κινείται, που πλησιάζει στη στεριά

adjective (waves: undulating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom sat on the beach, watching the rolling waves.
Ο Τομ κάθισε στην παραλία κι έβλεπε τα κύματα που έσκαγαν στην ακτή.

κυματιστός

adjective (figurative (hills: undulating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen stood in the valley, looking at the rolling hills surrounding her.
Η Κάρεν στεκόταν στην κοιλάδα κι ατένιζε τους κυματιστούς λόφους που την περιέβαλλαν.

κυλιόμενος

adjective (figurative (progressing in stages) (μεταφορικά)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Work at the factory was disrupted by a fortnight of rolling strikes.

κυλάω

intransitive verb (ball, hoop: move along)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ball rolled down the hill.
Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο.

κυλάω

intransitive verb (move on wheels) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car rolled along the street.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

κυλάω

transitive verb (ball, etc.: toss along the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the ball to the baby.
Τσούλησε την μπάλα στο μωρό.

ρολό

noun (toilet paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do we have any more rolls of toilet paper?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξεμείναμε από χαρτί υγείας.

ψωμάκι

noun (bread: bun or bap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The restaurant served a roll with the meal. Hamburgers usually come in a roll.
Το εστιατόριο σέρβιρε ένα ψωμάκι με το γεύμα.

κουβάρι

noun (ball of yarn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat loved playing with the roll of yarn.

φιλμ

noun (canister: camera film)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I have three more rolls, with twenty-four exposures each.

δεσμίδα

noun (wad of paper money)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The parking attendant pulled out a roll of Euros to give us change.

ρολό

noun (ball of wire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a roll of wire on the construction site.

περγαμηνή

noun (scroll)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ancient rolls were fragile.

κούνημα

noun (movement of ocean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The constant roll of the ocean made him seasick.

κλίση

noun (boat, plane: tipping movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The roll to the side really scared the passengers.

γύρισμα

noun (music, voice: trill) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she sang, her rolls were perfection.

ζαριά

noun (throw of dice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was a bad roll and he lost all his money.

βολή, μπαλιά

noun (throw of a bowling ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's a great roll - looks like it's heading for a strike!

-

noun (roll call: register of names) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher called roll every morning.
Ο καθηγητής έπαιρνε παρουσίες κάθε πρωί.

σωσίβιο

noun (fold of body fat) (καθομ, μτφ: πάχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see the rolls of fat when he lifted up his shirt!

τούμπα

noun (gymnastic movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gymnastics team practiced forward and backward rolls.

κύλιση

noun (act of rolling) (περιστροφική κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's nothing the horse likes better than a roll in the mud.
Το άλογο δεν έχει καλύτερο από το να κυλιέται στη λάσπη.

κυλάω, κυλώ

intransitive verb (move by turning or revolving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tank wheels rolled forward.

λικνίζομαι

intransitive verb (move with undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He loved to watch the way she rolled along the street.

εκτείνομαι

intransitive verb (figurative (extend in undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hills of Tuscany roll for miles.

κυλάω

intransitive verb (figurative (time: elapse, pass) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Time rolls on.

κυλιέμαι

intransitive verb (wallow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hippos loved to roll in the mud.

βροντάω, βροντώ

intransitive verb (thunder: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
During the storm, the thunder rolled.

χτυπάω

intransitive verb (drum: sound) (τύμπανο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trumpets blared and the drums rolled.

πάω

intransitive verb (colloquial (get moving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you ready to go? Let's roll.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

τραβάω

transitive verb (trill) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many Americans find it hard to roll their Rs.

περνάω, απλώνω

transitive verb (move up and down or side to side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the paint onto the wall very quickly.

λικνίζω

transitive verb (make sway)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The waves rolled the boat back and forth.

τυλίγω

transitive verb (wrap around a cylinder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We rolled the hose after washing the car.

τυλίγω

transitive verb (form into a tube)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have seen photos of old Cubans rolling cigars.

περνάω

transitive verb (envelop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Next, you need to roll the chicken in the bread till it is coated.

ανοίγω

transitive verb (flatten with a rolling pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First you need to roll the pizza dough.

κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση

transitive verb (roll metal)

His job at the steel plant was to roll.

ρίχνω

transitive verb (throw: dice) (ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to roll. Here are the dice.

κλέβω

transitive verb (US, slang (rob)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wanted his watch, so I rolled him.
Ήθελα το ρολόι του και του το βούτηξα.

στραβοκοίταγμα

noun (raising eyes upward in exasperation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που με κάνει να αγανακτήσω

adjective (causing [sb] to raise eyes in exasperation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ, αρχίζω

verbal expression (figurative (initiate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημείο κοχλασμού

noun (heated liquid: bubbling) (βρασμός με φουσκάλες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the water reaches a rolling boil, it's time to add the pasta.

ζάμπλουτος, πάμπλουτος

adjective (figurative, slang (rich)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her engagement ring is huge! Her fiancé must be rolling in it.
Το δαχτυλίδι των αρραβώνων της είναι τεράστιο! Ο αρραβωνιαστικός της πρέπει να το φυσάει.

κολυμπάω στο χρήμα

adjective (figurative, informal (rich) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After she won the lottery, she was rolling in money.

έλαστρο

noun (metal-pressing machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνεχής ροή ειδήσεων

noun (current affairs: continuous)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρτάκι

(cigarette paper) (τσιγάρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλάστης

noun (tool for flattening dough)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Spread the dough thin with a floured rolling pin.

σταδιακή μεταρρύθμιση

noun (informal (continual overhaul)

τροχαίο υλικό

(railroad vehicles)

νομάς, περιπλανώμενος

noun (figurative (person: nomadic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In her youth Annie was a rolling stone, never staying anywhere for long.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rolling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.