Τι σημαίνει το cash στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cash στο Αγγλικά.

Η λέξη cash στο Αγγλικά σημαίνει μετρητά, εξαργυρώνω, κας, εξαργυρώνω, επωφελούμαι οικονομικά, εκμεταλλεύομαι, πληρώνω, εκταμιεύω, κάνω ταμείο, εξαργυρώνω επιταγή, ταμειακή πίστωση, ταμειακό υπόλοιπο, μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά, βάση πληρωμών, κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου, χρεωστική κάρτα, χρυσορυχείο, βιομηχανική καλλιέργεια, ταμείο, έκπτωση για πληρωμή τοις μετρητοίς, ΑΤΜ, συρτάρι ταμείου, ρευστότητα, με μετρητά, με μετρητά, μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων, αντικαταβολή, πληρωμή τοις μετρητοίς, τιμή μετρητοίς, χρηματικό έπαθλο, ταμειακή μηχανή, αγορασμένος τοις μετρητοίς, αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του, αξία εξαγοράς, που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότητας, επιστροφή χρημάτων, ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ, νόμισμα, χρήμα, χρήματα, λεφτά, μετρητά, μετρητά, μετρητοίς, η κότα με το χρυσό αυτό, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω με μετρητά, χρήματα για μικροέξοδα, διαθέσιμο ρευστό, στριμωγμένος, σφιγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cash

μετρητά

noun (uncountable (money: bills and coins)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The coffee shop only accepts cash as payment.
Το καφέ δέχεται μόνο μετρητά για πληρωμές.

εξαργυρώνω

transitive verb (a cheque)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Most supermarkets cash paychecks for a fee.
Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης.

κας

noun (Asian coin) (ασιατικό νόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εξαργυρώνω

phrasal verb, transitive, separable (exchange for money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was short of ready money so I cashed in my shares in M&S.

επωφελούμαι οικονομικά

phrasal verb, intransitive (informal (profit) (καθομιλουμένη)

εκμεταλλεύομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (profit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The witness wrote a book about his experiences to cash in on his fame.

πληρώνω

phrasal verb, intransitive (US, informal (cost, is priced at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκταμιεύω

phrasal verb, intransitive (withdraw an investment as cash)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ταμείο

phrasal verb, intransitive (cashier: count final takings) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαργυρώνω επιταγή

verbal expression (exchange a cheque for money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταμειακή πίστωση

noun (credit card service)

ταμειακό υπόλοιπο

noun (funds in account)

μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά

(drinks bar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάση πληρωμών

(finance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου

noun (for money)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρεωστική κάρτα

noun (credit, debit or bank card)

She paid for her new dress by cash card.

χρυσορυχείο

noun (figurative ([sth] lucrative) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bottled water is the cash cow of the new millennium - it costs more than gasoline!

βιομηχανική καλλιέργεια

noun (agricultural crop grown for money)

In many countries subsistence farmers have turned to producing cash crops. My cash crops pay the bills but I also grow things for my own pleasure and for prestige.
Σε πολλές χώρες οι αυτάρκεις καλλιεργητές έχουν στραφεί στις βιομηχανικές καλλιέργειες. Οι βιομηχανικές καλλιέργειές μου καλύπτουν τα έξοδά μου αλλά καλλιεργώ επίσης άλλα πράγματα για την προσωπική μου ευχαρίστηση και για λόγους γοήτρου.

ταμείο

noun (UK (checkout in a store)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έκπτωση για πληρωμή τοις μετρητοίς

noun (reduced price for payment in cash)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you go to the warehouse, you can get a ten percent cash discount.

ΑΤΜ

noun (ATM)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

συρτάρι ταμείου

noun (in a cash register)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you leave the cash drawer open you are encouraging thieves.

ρευστότητα

noun (income and expenses) (επιχειρήσεις)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cash flow can be a problem when you are self-employed.

με μετρητά

expression (pay: directly with notes, coins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με μετρητά

noun as adjective (payment: made directly with notes, coins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων

noun (UK (money dispenser)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll have to get some money out of the cash machine before I can go shopping.
Πριν πάω για ψώνια, πρέπει να πάρω μερικά χρήματα από το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων.

αντικαταβολή

noun (payment on receipt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πληρωμή τοις μετρητοίς

noun (payment in notes and coins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The plumber offered me a discount for cash payment.

τιμή μετρητοίς

noun (discount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cash price for a new car can be as much as 10% less than if you buy it on time.

χρηματικό έπαθλο

noun (winner's money)

He entered the contest for the cash prize.

ταμειακή μηχανή

noun (cash till)

The new computerized cash registers don't make the pleasant whirr-and-ring sounds the old ones did.

αγορασμένος τοις μετρητοίς

noun ([sth] paid for in cash)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The store had no record that John bought the knife because it was a cash sale.

αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του

noun (insurance payout)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία εξαγοράς

noun (value of life insurance) (για ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότητας

adjective (having little money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστροφή χρημάτων

noun (immediate payment discount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This credit card offers cashback on all supermarket spending.

ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ

noun (supermarket service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The cashier asked Jill if she wanted cashback.

νόμισμα, χρήμα

noun (currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Davis paid the workers in cold cash.

χρήματα, λεφτά

noun (figurative (making money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He didn't care about performing a service; all he cared about was cold, hard cash.

μετρητά

noun (money, not credit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'll sell you this bike, but you have to pay me in cold, hard cash.
Θα σου πουλήσω αυτό το ποδήλατο, αλλά θα πρέπει να με πληρώσεις μόνο σε μετρητά.

μετρητά

noun (tangible money, not credit or check)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μετρητοίς

adverb (in the form of coins and notes)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Will you give me a discount if I pay in cash instead of by credit card?

η κότα με το χρυσό αυτό

noun (figurative ([sth] profitable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πληρώνω με μετρητά

verbal expression (pay using coins or notes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't use a credit card here; you have to pay cash.
Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα εδώ, πρέπει να πληρώσεις με μετρητά.

πληρώνω με μετρητά

transitive verb (sum of money: pay in coins or notes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't have any credit cards: I always pay in cash.

χρήματα για μικροέξοδα

noun (funds kept for minor expenses) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We keep the petty cash in a small metal box with a lock.

διαθέσιμο ρευστό

noun (available money)

στριμωγμένος, σφιγμένος

adjective (slang (short of money) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm a bit strapped for cash right now – can I pay you back next week?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cash

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.