Τι σημαίνει το roller στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roller στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roller στο Αγγλικά.

Η λέξη roller στο Αγγλικά σημαίνει ρόλεϊ, κύλινδρος, πλάστης, ροδάκι, ροδάκι, κύλινδρος, κύμα, μεγάλος τζογαδόρος, κύλινδρος βαφής, έδρανο κύλισης, τρενάκι, γεμάτος ανατροπές, σαν τρενάκι του τρόμου, αγώνας με πατίνια, χόκεϊ με πατίνια, χόκεϋ με πατίνια, σφαιρικό ρουλεμάν, ρολό, πατίνια, κάνω πατίνι, αυτός που κάνει πατίνια, πατίνι, κάνω πατίνια, κάνω ρόλερ, πίστα για πατίνια, οδοστρωτήρας, τελειωτικό χτύπημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roller

ρόλεϊ

noun (usually plural (tube for curling hair) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fay swore when the doorbell rang while she had her hair in rollers.

κύλινδρος

noun (machinery: transport element)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The luggage moved along the rollers of the conveyer belt.

πλάστης

noun (usually plural (machine: cylindrical moving part)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The fabric passed between the rollers.

ροδάκι

noun (usually plural (small wheel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The heavy machine was on rollers so that it could easily be moved.

ροδάκι

noun (wheel on roller-skate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of the rollers on Peter's skates is broken.

κύλινδρος

noun (machine for flattening) (για γκαζόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gardener pushed the roller across the lawn to flatten it.

κύμα

noun (informal (wave) (μεγάλο, που σκάει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rollers crashed against the shore.

μεγάλος τζογαδόρος

noun (US (gambler who bets high sums)

κύλινδρος βαφής

noun (tool for rolling paint onto walls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A paint roller is useful for painting large areas. I am using a paint roller to paint the wall of my bedroom.

έδρανο κύλισης

noun (machinery)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τρενάκι

noun (fairground ride)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is estimated that 200 million people a year ride rollercoasters.
Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο 200 εκατομμύρια άνθρωποι ανεβαίνουν σε τρενάκια του λούνα παρκ.

γεμάτος ανατροπές

noun (figurative (repeated rise and fall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My journey from market trader to millionaire was a real rollercoaster.

σαν τρενάκι του τρόμου

noun (figurative (turbulent experience) (μτφ: ένταση, φόβος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αγώνας με πατίνια

noun (rollerskating competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χόκεϊ με πατίνια, χόκεϋ με πατίνια

noun (team sport played on rollerskates)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roller hockey is different than ice hockey because players wear roller skates instead of ice skates.

σφαιρικό ρουλεμάν

noun (mechanics: type of connection)

ρολό

noun (style of retractable door)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πατίνια

plural noun (wheeled shoes for skating)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The new generation of roller skates are called roller-blades. The children were wearing their new roller skates.
Τα πατίνια νέας γενιάς ονομάζονται roller-blades. Τα παιδιά φορούσαν τα καινούρια τους πατίνια.

κάνω πατίνι

noun (skating with wheeled boots)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I loved roller skating as a child.

αυτός που κάνει πατίνια

noun (person on in-line roller skates)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατίνι

noun (usually plural (skate with wheels)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω πατίνια, κάνω ρόλερ

intransitive verb (skate on wheels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίστα για πατίνια

noun (arena for roller skating or rollerblading)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδοστρωτήρας

noun (vehicle used for flattening)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Make sure there is no trash near the street; a steamroller will be coming through tomorrow.

τελειωτικό χτύπημα

noun (figurative (destructive process)

The economic recession served as a steamroller for the company, and unfortunately it went bankrupt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roller στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του roller

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.