Τι σημαίνει το roman στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roman στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roman στο Αγγλικά.

Η λέξη roman στο Αγγλικά σημαίνει της Ρώμης, ρωμαϊκός, από τη Ρώμη, Ρωμαίος, Ρωμαία, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, λατινικός σταυρός, ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, Ρωμαϊκά Λουτρά, πυροτέχνημα, ρωμαιοκαθολικός, ρωμαιοκαθολικός, Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ρωμαϊκός αριθμός, ντομάτα Ρόμα, ρωμαϊκή πόλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roman

της Ρώμης

adjective (of, from Rome)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Roman subway system is fast and convenient.

ρωμαϊκός

adjective (of ancient Rome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Roman architecture features a lot of arches and domes.

από τη Ρώμη

noun ([sb] from modern Rome)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My ex-boyfriend was a Roman.

Ρωμαίος, Ρωμαία

noun ([sb] from ancient Rome)

Romans built aqueducts to carry water into the city.
Οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν υδραγωγεία για να μεταφέρουν νερό στην πόλη.

Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

noun (historical (Germanic empire)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

λατινικός σταυρός

noun (cross: longer descending bar) (θρησκεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο λατινικός σταυρός έχει μακρύτερο κατακόρυφο σκέλος.

ρωμαϊκή αρχιτεκτονική

noun (buildings in style of ancient Rome)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρωμαϊκή αρχιτεκτονική

noun (building style of ancient Rome)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ρωμαϊκά Λουτρά

noun (public spa)

πυροτέχνημα

noun (firework)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a box of Roman candles for Bonfire Night.

ρωμαιοκαθολικός

adjective (of the Roman Catholic Church)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρωμαιοκαθολικός

noun (member of Roman Catholic Church)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

noun (Christian denomination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Pope is the head of the Roman Catholic Church.
Ο Πάπας είναι η κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

ρωμαϊκός αριθμός

noun (digit: of Roman system)

The Roman numeral for 50 is L.

ντομάτα Ρόμα

noun (variety of plum tomato) (ποικιλία ντομάτας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρωμαϊκή πόλη

noun (urban area built by the Romans)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roman στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του roman

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.