Τι σημαίνει το rolled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rolled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rolled στο Αγγλικά.

Η λέξη rolled στο Αγγλικά σημαίνει ελασμένος, κυλάω, κυλάω, κυλάω, ρολό, ψωμάκι, κουβάρι, φιλμ, δεσμίδα, ρολό, περγαμηνή, κούνημα, κλίση, γύρισμα, ζαριά, βολή, μπαλιά, -, σωσίβιο, τούμπα, κύλιση, κυλάω, κυλώ, λικνίζομαι, εκτείνομαι, κυλάω, κυλιέμαι, βροντάω, βροντώ, χτυπάω, πάω, τραβάω, περνάω, απλώνω, λικνίζω, τυλίγω, τυλίγω, περνάω, ανοίγω, κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση, ρίχνω, κλέβω, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, γυριστό στρίφωμα, νιφάδες βρώμης, είδος πιέτας, ανοιγμένος, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, τυλιγμένος, σηκωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rolled

ελασμένος

adjective (metals: shaped)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This factory specializes in producing rolled steel.

κυλάω

intransitive verb (ball, hoop: move along)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ball rolled down the hill.
Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο.

κυλάω

intransitive verb (move on wheels) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car rolled along the street.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

κυλάω

transitive verb (ball, etc.: toss along the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the ball to the baby.
Τσούλησε την μπάλα στο μωρό.

ρολό

noun (toilet paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do we have any more rolls of toilet paper?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξεμείναμε από χαρτί υγείας.

ψωμάκι

noun (bread: bun or bap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The restaurant served a roll with the meal. Hamburgers usually come in a roll.
Το εστιατόριο σέρβιρε ένα ψωμάκι με το γεύμα.

κουβάρι

noun (ball of yarn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat loved playing with the roll of yarn.

φιλμ

noun (canister: camera film)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I have three more rolls, with twenty-four exposures each.

δεσμίδα

noun (wad of paper money)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The parking attendant pulled out a roll of Euros to give us change.

ρολό

noun (ball of wire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a roll of wire on the construction site.

περγαμηνή

noun (scroll)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ancient rolls were fragile.

κούνημα

noun (movement of ocean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The constant roll of the ocean made him seasick.

κλίση

noun (boat, plane: tipping movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The roll to the side really scared the passengers.

γύρισμα

noun (music, voice: trill) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she sang, her rolls were perfection.

ζαριά

noun (throw of dice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was a bad roll and he lost all his money.

βολή, μπαλιά

noun (throw of a bowling ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's a great roll - looks like it's heading for a strike!

-

noun (roll call: register of names) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher called roll every morning.
Ο καθηγητής έπαιρνε παρουσίες κάθε πρωί.

σωσίβιο

noun (fold of body fat) (καθομ, μτφ: πάχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see the rolls of fat when he lifted up his shirt!

τούμπα

noun (gymnastic movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gymnastics team practiced forward and backward rolls.

κύλιση

noun (act of rolling) (περιστροφική κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's nothing the horse likes better than a roll in the mud.
Το άλογο δεν έχει καλύτερο από το να κυλιέται στη λάσπη.

κυλάω, κυλώ

intransitive verb (move by turning or revolving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tank wheels rolled forward.

λικνίζομαι

intransitive verb (move with undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He loved to watch the way she rolled along the street.

εκτείνομαι

intransitive verb (figurative (extend in undulations)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hills of Tuscany roll for miles.

κυλάω

intransitive verb (figurative (time: elapse, pass) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Time rolls on.

κυλιέμαι

intransitive verb (wallow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hippos loved to roll in the mud.

βροντάω, βροντώ

intransitive verb (thunder: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
During the storm, the thunder rolled.

χτυπάω

intransitive verb (drum: sound) (τύμπανο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trumpets blared and the drums rolled.

πάω

intransitive verb (colloquial (get moving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you ready to go? Let's roll.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

τραβάω

transitive verb (trill) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many Americans find it hard to roll their Rs.

περνάω, απλώνω

transitive verb (move up and down or side to side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rolled the paint onto the wall very quickly.

λικνίζω

transitive verb (make sway)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The waves rolled the boat back and forth.

τυλίγω

transitive verb (wrap around a cylinder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We rolled the hose after washing the car.

τυλίγω

transitive verb (form into a tube)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have seen photos of old Cubans rolling cigars.

περνάω

transitive verb (envelop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Next, you need to roll the chicken in the bread till it is coated.

ανοίγω

transitive verb (flatten with a rolling pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First you need to roll the pizza dough.

κάνω εξέλαση, πραγματοποιώ εξέλαση

transitive verb (roll metal)

His job at the steel plant was to roll.

ρίχνω

transitive verb (throw: dice) (ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to roll. Here are the dice.

κλέβω

transitive verb (US, slang (rob)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wanted his watch, so I rolled him.
Ήθελα το ρολόι του και του το βούτηξα.

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

noun (dough flattened with rolling pin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The chef threw the rolled dough into the air.

γυριστό στρίφωμα

noun (machine-sewn edging)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νιφάδες βρώμης

plural noun (cereal grain in flat flakes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rolled oats can be used to make both porridge and cookies.

είδος πιέτας

noun (tube-shaped fold in fabric)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανοιγμένος

adjective (figurative (dough: flattened with rolling pin)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Spread the tomato puree all over your rolled-out pizza dough.

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

noun (pastry dough flattened with rolling pin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There's nothing quite like rolled-out pastry for making a good pie crust.

τυλιγμένος

adjective (papers: wound into a scroll)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He put the rolled-up poster in his bag.

σηκωμένος

adjective (sleeves: turned up)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Martin was wearing a check shirt with rolled-up sleeves.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rolled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rolled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.