Τι σημαίνει το s'occuper στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s'occuper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'occuper στο Γαλλικά.

Η λέξη s'occuper στο Γαλλικά σημαίνει απασχολούμαι, απασχολούμαι, απασχολούμαι, χαζολογάω, χαζολογώ, περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου, διασκεδάζω, εξυπηρετώ, φροντίζω, τα βγάζω πέρα, περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαι, προσέχω, εξυπηρετώ, εξυπηρετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω, αναλαμβάνω, αντιμετωπίζω, φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιών, τροφή για σκέψη, χαζολογώ, χαζεύω, προσέχω τον σκύλο κπ, προσέχω τη γάτα κπ, ασχολούμαι, τριγυρνώ άσκοπα, έχω ανειλημμένο καθήκον, φροντίζω, φροντίζω, φροντίζω, φροντίζω, προσέχω, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, οργανώνω, σχεδιάζω, κάνω κάτι για τον εαυτό μου, κάνω κάτι για μένα, παίρνω τον έλεγχο, κανονίζω κπ/κτ να κάνει κτ, κοιτάω τη δουλειά μου, εξυπηρετώ, φροντίζω, προσέχω, υπηρετώ, φροντίζω, προσέχω, ασχολούμαι με κπ, φροντίζω, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, γεμίζω, εκδικάζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, φροντίζω, φροντίζω, ασχολούμαι, προσέχω, αναλαμβάνω, κοιτάω, κάνω, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, φροντίζω, φτιάχνω, κάνω, ασχολούμαι με, φροντίζω, ολοκληρώνω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s'occuper

απασχολούμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis que ma fille est partie à l'université, je m'occupe en faisant du jardinage.

απασχολούμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce qui est bien, c'est que ma fille arrive à s'occuper toute seule.

απασχολούμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arthur essaye de s'occuper à de petites choses.

χαζολογάω, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carol faisait des mots croisés pour passer le temps.

διασκεδάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξυπηρετώ

(Restauration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y avait plusieurs personnes pour servir les invités.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est incroyable de voir comment elle réussit à élever ses enfants en travaillant à plein temps, tout en gérant une mère grabataire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.

περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαι

(un malade, un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soigna l'oiseau tombé du nid jusqu'à sa guérison.
Μπόρεσε να περιθάλψει το πουλί μέχρι που ήταν πια υγιές.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Surveille le bébé pendant que je prépare son bain.
Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του.

εξυπηρετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξυπηρετώ

(client)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vendeur est en train de servir un autre client maintenant.
Ο πωλητής εξυπηρετεί κάποιον άλλον πελάτη αυτή τη στιγμή.

ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après sa mort, son fils a réglé ses affaires.
Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

(préparer : la cuisine, animation,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Moi, je ferai le repas et Julien, la déco.

προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourrais-tu surveiller la boutique pour moi ?
Θα έχεις το νου σου στο μαγαζί μου;

αναλαμβάνω

(un sujet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pouvez-vous couvrir ces questions à ma place ?

αντιμετωπίζω

(un problème, une situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροφή για σκέψη

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avec ce rapport annuel, les analystes ont eu de quoi s'occuper.

χαζολογώ, χαζεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσέχω τον σκύλο κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσέχω τη γάτα κπ

(συνήθως όσο λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασχολούμαι

(με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veuillez m'excuser pendant que je m'occupe d'une affaire.
Με συγχωρείτε για λίγο, έχω να φροντίσω ένα θέμα της δουλειάς.

τριγυρνώ άσκοπα

έχω ανειλημμένο καθήκον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φροντίζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Votre pneu est crevé, monsieur ? Je m'en occupe tout de suite.
Το ποδήλατό σας έχει σκασμένο λάστιχο κύριε; Θα το φροντίσουμε αμέσως.

φροντίζω, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui va s'occuper des enfants pendant notre absence ?
Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε;

αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On m'a parlé de ce problème, et je m'en suis occupé.
Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα.

οργανώνω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia voulait rentrer plus tôt pour s'occuper du dîner.
Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου.

κάνω κάτι για τον εαυτό μου, κάνω κάτι για μένα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu t'occupes toujours des autres alors prends une semaine de congé pour prendre du temps pour toi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρα μια εβδομάδα άδεια και αποφάσισα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου.

παίρνω τον έλεγχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κανονίζω κπ/κτ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai fait le nécessaire pour qu'un taxi vienne vous chercher à l'aéroport.

κοιτάω τη δουλειά μου

(assez familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tu te mêles de tes affaires (or: de ce qui te regarde), tu n'auras pas autant d'ennuis.
Αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν θα μπλέκεις τόσο πολύ.

εξυπηρετώ

(d'un patient, client) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le docteur va bientôt s'occuper de vous.

φροντίζω, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que tu pourrais t'occuper de mon poisson quand je serai parti ?
Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω;

υπηρετώ, φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασχολούμαι με κπ

Tu réponds au téléphone et moi, je m'occupe des clients.
Εσύ απάντα στο τηλέφωνο κι εγώ θα αναλάβω τους πελάτες.

φροντίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet est allée au bureau pour s'occuper de certaines affaires.
Η Χάριετ πήγε στο γραφείο για να ασχοληθεί με κάποιες δουλειές.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu peux t'occuper de toutes les assiettes ou tu as besoin d'aide ?
Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω;

γεμίζω

locution verbale (dans un magasin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'employé du supermarché s'occupait de la mise en rayon lorsque Simon lui a demandé dans quelle allée se trouvait le chocolat.
Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ γέμιζε τα ράφια, όταν ο Σάιμον τον ρώτησε σε ποιον διάδρομο ήταν οι σοκολάτες.

εκδικάζω

(νομική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne s'intéresse qu'à ses propres intérêts, comme d'habitude.
Ως συνήθως, ασχολείται με τα δικά του ενδιαφέροντα.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis occupé de ma mère les derniers mois de sa vie.
Φρόντισα τη μητέρα μου τους τελευταίους μήνες της ζωής της.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le berger s’occupe de ses troupeaux.
Ο βοσκός φροντίζει το κοπάδι του.

ασχολούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vais m'occuper de ton cas plus tard. Pour l'instant, va dans ta chambre et réfléchis à ce que tu as fait.
Μαζί σου θα τα πω αργότερα. Προς το παρόν πήγαινε στο δωμάτιό σου και αναλογίσου τι έκανες.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que tu pourrais t'occuper de la boutique 10 minutes pendant que je vais faire quelques courses ?
Μπορείς να προσέχεις το μαγαζί για 10 λεπτά όσο θα κάνω μερικές εξωτερικές δουλειές;

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Phil s'occupera de l'organisation du voyage.
Ο Φιλ θα αναλάβει να κανονίσει τα του ταξιδιού.

κοιτάω, κάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Occupe-toi de tes affaires et ne dis pas aux autres ce qu'ils doivent faire.
Κοίτα (or: Ασχολήσου με) τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.

αντιμετωπίζω

(d'un problème) (λύνω πρόβλημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons nous occuper du problème de l'absentéisme.
Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το πρόβλημα των συνεχών αδικαιολόγητων απουσιών.

χειρίζομαι

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle s'occupa (or: se chargea) des finances de la famille.
Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que tu t'occuperas de moi quand je serai vieille ?

φτιάχνω, κάνω

(τα νύχια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally passe une heure chaque jour à se maquiller, se coiffer et se faire les ongles.

ασχολούμαι με

(d'un problème)

Je m'occuperai de ce problème plus tard. Pour l'instant, j'ai un travail à terminer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα ασχοληθώ με (or: Θα αντιμετωπίσω) αυτό το πρόβλημα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να δουλέψω.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils s'occupent de leurs familles et s'assurent qu'elles ne manquent ni de nourriture, ni de vêtements.
Φροντίζουν τις οικογένειές τους, διασφαλίζοντας ότι θα υπάρχει κατάλληλο φαγητό και ρούχα.

ολοκληρώνω με κτ

Occupons-nous de cette histoire une fois pour toutes.
Ας τελειώσουμε μ' αυτό το ζήτημα μια και καλή.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'occuper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του s'occuper

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.