Τι σημαίνει το saison στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saison στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saison στο Γαλλικά.
Η λέξη saison στο Γαλλικά σημαίνει εποχή, εποχή, σεζόν, κύκλος, κύκλος, κύκλος, μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, πριν την αγωνιστική περίοδο, πριν την αγωνιστική περίοδο, εκτός εποχής, εποχιακός, εκτός περόδου αιχμής, εκτός εποχής, υψηλή σεζόν, περίοδος μπέιζμπολ, περίοδος μπάσκετ, εποχή ξηρασίας, κυνηγετική περίοδος, περίοδος βροχών, εισιτήριο διαρκείας, κυνηγετική περίοδος, περίοδος βροχών, περίοδος αιχμής, εποχή ζευγαρώματος, περίοδος που απαιτείται ψύξη, αλιευτική περίοδος, ποδοσφαιρική σεζόν, εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνων, ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό, τουριστική περίοδος, περίοδος κυνηγιού, χαμηλή σεζόν, εποχιακά λαχανικά, εκτός εποχής, εκτός ωρών αιχμής, εισιτήριο διαρκείας, σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ, περίοδος εκτός αιχμής, εποχικός, εποχιακός, αιχμής, για την εποχή, βροχές, ζεστή επόχη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saison
εποχήnom féminin (période de l'année) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'été a toujours été ma saison préférée. Το καλοκαίρι ήταν πάντα η αγαπημένη μου εποχή. |
εποχήnom féminin (bonne période pour les fruits) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La saison des mûres par ici est à la fin du mois de septembre. Το τέλος Σεπτεμβρίου είναι η εποχή των βατόμουρων εδώ τριγύρω. |
σεζόνnom féminin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'entraîneur a dit que cette saison serait la meilleure de l'équipe. Ο προπονητής είπε πως αυτή η σεζόν θα ήταν η καλύτερη της ομάδας. |
κύκλοςnom féminin (série TV) (τηλεοπτικής σειράς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύκλοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύκλοςnom féminin (TV) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Patrick attend avec impatience le début de la nouvelle saison de Doctor Who. Ο Πάτρικ αδημονεί για τον νέο κύκλο του Doctor Who. |
μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδουnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδουlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πριν την αγωνιστική περίοδοnom féminin (Sports) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πριν την αγωνιστική περίοδοlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκτός εποχήςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εποχιακόςlocution adjectivale (fruits, légumes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les mûres ne sont de saison en ce moment : ce sont des fruits d'hiver. |
εκτός περόδου αιχμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est normalement moins cher de voyager hors saison (or: en basse saison). |
εκτός εποχήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υψηλή σεζόνnom féminin Dans la plus grande partie de la Thaïlande, la haute saison démarre en novembre et dure jusqu'en janvier. |
περίοδος μπέιζμπολnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος μπάσκετnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εποχή ξηρασίαςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας! |
κυνηγετική περίοδοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίοδος βροχώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισιτήριο διαρκείας
Nous avons un abonnement (or: une carte d'abonnement) pour toutes les spectacles de notre salle de spectacle locale. |
κυνηγετική περίοδοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les dates de la saison de chasse varient selon la région et d'une année sur l'autre. |
περίοδος βροχώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος αιχμήςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les billets de train sont plus chers en haute saison. |
εποχή ζευγαρώματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίοδος που απαιτείται ψύξηnom féminin (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλιευτική περίοδοςnom féminin |
ποδοσφαιρική σεζόν
|
εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il vaudrait mieux se mettre à stocker des conserves, la saison des ouragans approche. Καλύτερα να αρχίσεις να αποθηκεύεις κονσέρβες, πλησιάζει η εποχή των τυφώνων. |
ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτόnom féminin Je cherche une veste de mi-saison, assez longue, élégante, coloris vieux rose ou bleu lagon et surtout facile d'entretien. |
τουριστική περίοδος
|
περίοδος κυνηγιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χαμηλή σεζόνnom féminin Le prix des hôtels est bien plus bas en basse saison. |
εποχιακά λαχανικάnom masculin pluriel (όχι θερμοκηπίου) |
εκτός εποχήςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτός ωρών αιχμής(στη διάρκεια μίας ημέρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si vous voyagez en période creuse, vous pouvez économiser beaucoup d'argent sur les billets de train. |
εισιτήριο διαρκείας
il est allé à chaque match de base-ball cet automne parce qu'il avait un abonnement à la saison. |
σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίοδος εκτός αιχμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εποχικός, εποχιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les propriétaires du terrain de camping devaient conserver une partie de leurs revenus d'été pour les mois d'hiver puisque leur métier était saisonnier. |
αιχμής(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Le prix de l'essence augmente généralement en période de pointe. |
για την εποχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βροχές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La saison des pluies est arrivée tôt cette année. |
ζεστή επόχηnom féminin Ils travaillaient pendant les mois moins chauds, mais durant la saison chaude, ils ne pouvaient pas faire grand-chose. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saison στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του saison
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.