Τι σημαίνει το temps στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης temps στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του temps στο Γαλλικά.

Η λέξη temps στο Γαλλικά σημαίνει χρόνος, καιρός, ώρα, χρόνος, χρόνος, μεγάλο διάστημα, διάρκεια φυλάκισης, χρόνος, ημέρες, μέρες, εποχή, νότα, εποχή, χρονικός, ενδιάμεσος, ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες, σύγχρονος, σημερινός, μέχρι πρόσφατα, κανονικά, γενικά, περιστασιακά, σποραδικά, αρχικά, ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, σε λιγάκι, σε λίγο, σύντομα, λάθος μου, πρόγραμμα, ελεύθερος χρόνος, χρονική περίοδος, διάρκεια, δραστηριότητα για να σκοτώνεις την ώρα, ημίχρονο, χόμπι, χωροχρόνος, εκσυγχρονίζομαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα, σύντομα, ελεύθερος χρόνος, χωροχρόνος, χωροχρονικός, χρόνια, ημίχρονο, ώρα, ζενίθ, τελευταία, ενδιαφέρον, δραστηριότητα, πέρασμα, συμπίπτω, χαζολογώ, χασομερώ, χαζολογώ, χασομερώ, αφιερώνω, περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός, ενδιάμεσος, μη μαχητικός, μη μάχιμος, ανεξίτηλος, σε πραγματικό χρόνο, πρωτοποριακός, μερικής απασχόλησης, που έχει χρονικό περιορισμό, που εξοικονομεί χρόνο, δίχρονος, την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα, εξαρχής, από την αρχή, ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές, τον παλιό καλό καιρό, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, πριν καιρό, εκείνη τη χρονική περίοδο, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, κατά διαστήματα, σε διάφορες χρονικές περιόδους, σε διάφορες φάσεις, ανά τις εποχές, από αμνημονεύτων χρόνων, περιστασιακά, σποραδικά, πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλει, στο πι και φι, από καταβολής κόσμου, στα αρχαία χρόνια, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, στην εποχή μας, τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης temps

χρόνος

nom masculin (concept)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le temps passe vite quand on est plus vieux.
Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα όταν μεγαλώνεις.

καιρός

(climat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le temps est agréable aujourd'hui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο καιρός είναι καλός σήμερα.

ώρα

nom masculin (durée)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Combien de temps cette réunion va-t-elle prendre ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσον καιρό (or: χρόνο) θα πάρει η κατασκευή του σπιτιού;

χρόνος

nom masculin (Grammaire) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'utilisation du temps approprié aide les gens à comprendre ce que vous essayez de dire.
Το να χρησιμοποιείς τον σωστό χρόνο βοηθάει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν τι λες.

χρόνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
As-tu le temps de discuter ?
Έχεις χρόνο να μιλήσουμε;

μεγάλο διάστημα

nom masculin

Il a fait du temps en prison.

διάρκεια φυλάκισης

nom masculin (fig, langage des (ex-)détenus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a fait du temps : six mois de prison pour avoir agressé le propriétaire de son appartement.

χρόνος

nom masculin (passé)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Impossible de remonter le temps, l'heure tourne inexorablement.
Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω τον χρόνο που κυλά.

ημέρες, μέρες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εποχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Du temps de César, les gens portaient des toges.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο τρόπος ζωής ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό.

νότα

nom masculin (Musique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
N'oublie pas de bien marquer les temps.

εποχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενδιάμεσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La période intermédiaire entre la soumission de votre demande et son acceptation ou son refus peut être très longue.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην ενδιάμεση περίοδο, ο Τζο αγόρασε λίγο μεσημεριανό.

ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σύγχρονος, σημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les médecins d'aujourd'hui grimaceraient devant certaines pratiques médicales du monde médiéval.

μέχρι πρόσφατα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a pris le bus dernièrement.

κανονικά, γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το σχολείο συνήθως είναι πολύ βαρετό για τους μαθητές.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε.

σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous nous rendons en ville périodiquement pour nous approvisionner.
Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες.

αρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Initialement, j'ai pensé que c’était un détective privé.
Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια.

ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je ne peux pas téléphoner et cuisiner simultanément.

σε λιγάκι, σε λίγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Olivia a dit qu'elle serait bientôt là.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je le finirai bientôt : sois patient.

λάθος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous ai marché sur le pied ? Désolé ! Pardon !

πρόγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme comprend trois cours différents.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα.

ελεύθερος χρόνος

Alex n'avait pas le loisir d'aller à la pêche autant qu'il le voulait.
Ο Άλεξ δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να ψαρεύει όσο θα ήθελε.

χρονική περίοδος, διάρκεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En cas d'absence de quelque durée que ce soit, merci de bien vouloir verrouiller les fenêtres.

δραστηριότητα για να σκοτώνεις την ώρα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημίχρονο

nom féminin (Sports)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À la mi-temps, l'équipe locale gagnait largement.

χόμπι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χωροχρόνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκσυγχρονίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθυστερώ, χρονοτριβώ

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bientôt, le feu s'est propagé aux autres bâtiments.

ελεύθερος χρόνος

J'ai beaucoup été en repos cette semaine, donc j'ai rattrapé mon retard en ce qui concerne mes séries préférées.

χωροχρόνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωροχρονικός

adjectif invariable (continuum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χρόνια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ça fait longtemps que je ne l'ai pas vu.
Πέρασε ένας αιώνας από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.

ημίχρονο

nom féminin invariable (Sports) (αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À la fin de la première mi-temps, il y avait match nul.
Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι δυο ομάδες είναι ισόπαλες.

ώρα

(intervalle de temps) (μικρό χρονικό διάστημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il s'est passé un moment avant qu'elle n'arrive.
Πέρασε καιρός (or: χρόνος) μέχρι να έρθει.

ζενίθ

(du spectacle)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le clou du spectacle fut le monologue de l'acteur principal.
Το ζενίθ της παράστασης ήταν ο μονόλογος του πρωταγωνιστή.

τελευταία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Récemment, Mark écrivait un roman.

ενδιαφέρον

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ses passe-temps préférés étaient le vélo et l'étude des langues.

δραστηριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέρασμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμπίπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le mariage coïncide avec le festival.

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφιερώνω

(du temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons besoin de bénévoles qui puissent donner cinq heures de leur temps par semaine.

περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός

(αραιός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle prend un verre d'alcool occasionnel mais cela ne l'affecte jamais.

ενδιάμεσος

adjectif (période)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη μαχητικός, μη μάχιμος

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξίτηλος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε πραγματικό χρόνο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Grâce à l'ordinateur on peut faire des transferts financiers et actualiser son compte en temps réel.

πρωτοποριακός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette entreprise se targue d'introduire sur le marché des produits en avance sur leur temps.
Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους.

μερικής απασχόλησης

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime bien ce travail à temps partiel ; il me permet de bien m'occuper de ma famille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης.

που έχει χρονικό περιορισμό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που εξοικονομεί χρόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίχρονος

locution adjectivale (moteur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certains étaient à la fête. Pendant ce temps, leurs enfants mettaient le bazar dans la cuisine à la maison.
Κάποιοι από αυτούς ήταν στο πάρτι. Την ίδια ώρα, τα παιδιά τους στο σπίτι έκαναν χάλια την κουζίνα.

εξαρχής, από την αρχή

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tout ce temps, il connaissait la vérité mais n'a rien laissé transparaître.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή.

ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle pense encore à lui de temps en temps.
Μερικές φορές (or: ενίοτε) θέλω απλώς να παραιτηθώ από τη δουλειά μου.

τον παλιό καλό καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dans le temps, on pouvait acheter un Coca Cola pour 5 cents.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mon grand-père boit une pinte de temps à autre. Nous allons au restaurant de temps en temps, mais pas très souvent.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

πριν καιρό

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'étais un bon joueur de basket... mais c'était il y a un certain temps.

εκείνη τη χρονική περίοδο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis né en 1999. À cette époque, mon père était capitaine, mais aujourd'hui il est commandant.
Γεννήθηκα το 1999. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο πατέρας μου ήταν λοχαγός, αλλά τώρα είναι ταγματάρχης.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

locution conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À l'époque où les dinosaures régnaient, il n'y avait pas d'Hommes.

κατά διαστήματα, σε διάφορες χρονικές περιόδους, σε διάφορες φάσεις

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανά τις εποχές

locution adjectivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από αμνημονεύτων χρόνων

(soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περιστασιακά, σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vais marcher à la campagne de temps à autre (or: de temps à temps).
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Combien de temps il faut pour cuire un œuf ?
Πόσο κάνει ένα αβγό να βράσει;

στο πι και φι

(action future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από καταβολής κόσμου

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στα αρχαία χρόνια

locution adverbiale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Dans l'ancien temps, il y avait un cimetière sur cette colline, mais il n'en reste plus rien maintenant.

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avec le temps, nous mettrons toute cette affaire derrière nous.

στην εποχή μας

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nelson Mandela est l'un des plus grands dirigeants de notre temps.

τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est un peu bizarre, oui, mais je crois que tu apprendras à l'aimer avec le temps.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του temps στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του temps

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.