Τι σημαίνει το scène στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scène στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scène στο Γαλλικά.
Η λέξη scène στο Γαλλικά σημαίνει σκηνή, σκηνή, σκηνή, σκηνή, σκηνή, χώρος αθλητικών εκδηλώσεων, σκηνή ή απόσπασμα, σκηνή, ένταση, ηθοποιία, σκηνοθετώ, τόπος του εγκλήματος, θέατρο, προσκηνιακός, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, χορογραφώ, εικόνα, προσκήνιο, πίσω, κάτω, στο βάθος της σκηνής, το να δίνω παραστάσεις, προσκήνιο, σκηνοθετώ, στη σκηνή, άπαιχτος, άπαικτος, στα παρασκήνια, στη σκηνή, βουκολική σκηνή, σκηνή από τα γυρίσματα, καλλιτεχνία, ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργων, παράλληλη δράση, καρέκλα σκηνοθέτη, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας, φωτισμός του θεάτρου, θεατρικό μακιγιάζ, καλλιτεχνικό όνομα, τόπος εγκλήματος, σκηνή χυσίματος, σκηνή από ταινία, πολιτική σκηνή, θεατρική περσόνα, σκηνικά, σκηνή, θεατρική τέχνη, εκτελεστικά δικαιώματα, φεύγω από τον τόπο, ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ, σκηνοθετούμαι από κπ, εμφανίζομαι στη σκηνή, κάνω σκηνή, διοργανώνω κτ ξανά, στη σκηνή, στο προσκήνιο, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, ενοχοποίηση, διώχνω κπ γιουχάροντάς τον, έρχομαι, μπαίνω, είμαι παραγωγός, σκηνικό, φόντο, ανέβασμα, τόπος του εγκλήματος, διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής, μπαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scène
σκηνήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La scène était surélevée un mètre au-dessus du public. Η σκηνή είχε ανυψωθεί ένα μέτρο πάνω από το κοινό. |
σκηνήnom féminin (film, pièce de théâtre) (θέατρο, ταινία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La première scène de la pièce se déroule dans la chambre. Η πρώτη σκηνή του έργου διαδραματίζεται στην κρεβατοκάμαρα. |
σκηνήnom féminin (de colère : figuré) (φασαρία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son fils a fait toute une scène avec son envie de glace. Il a pleuré jusqu'à ce qu'ils rentrent. Ο γιος του έκανε μεγάλη σκηνή επειδή ήθελε παγωτό. Δε σταμάτησε να κλαίει μέχρι να γυρίσουν σπίτι. |
σκηνήnom féminin (script) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Scène 4 : le dîner. |
σκηνήnom féminin (musicale, politique, éconmique, etc.) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous sommes entrés sur la scène musicale ici il y a environ un an. |
χώρος αθλητικών εκδηλώσεωνnom féminin (figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les équipes étaient prêtes à entrer en scène pour disputer le match. |
σκηνή ή απόσπασμα(film, pièce de théâtre) (για βιβλία, ταινίες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκηνήnom féminin (εγκατάσταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ένταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu aurais dû voir la scène quand sa copine l'a trouvé ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχαμε δράματα όταν έπιασε τον άντρα της με άλλη γυναίκα. |
ηθοποιία(profession) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκηνοθετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ennemi avait mis en scène tous ces délits pour nous rendre coupables. Ο εχθρός είχε στήσει έτσι τα εγκλήματα ώστε να φαινόμαστε ένοχοι εμείς. |
τόπος του εγκλήματος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La police a tenu tout le monde à distance de la scène du crime. |
θέατροnom féminin (le théâtre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sa passion pour la scène l'amena à étudier le théâtre à l'université. |
προσκηνιακόςlocution adjectivale (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Avant de devenir cinéaste (or: réalisateur), Shane a étudié la cinématographie à l'université. |
χορογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εικόνα(μτφ: περιγραφή σκηνής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσκήνιο(Théâtre) (μπροστά από την αυλαία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πίσωnom féminin (Théâtre) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La scène est la salle à manger d'une famille, avec une table à l'arrière-scène et des chaises à l'avant-scène. |
κάτωnom féminin (Théâtre) (θέατρο: προσκήνιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'acteur devait marcher de l'avant-scène vers le centre de la scène. |
στο βάθος της σκηνήςnom féminin (Théâtre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acteur s'est tenu à l'arrière-scène et a délivré son monologue. Ο ηθοποιός στάθηκε στο βάθος της σκηνής και άρχισε τον μονόλογό του. |
το να δίνω παραστάσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσκήνιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le public a couvert l'avant-scène de fleurs à l'issue de la représentation. |
σκηνοθετώ(un film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui a réalisé « Autant en emporte le vent » ? |
στη σκηνήlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άπαιχτος, άπαικτος(έργο: απαρουσίαστο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα παρασκήνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'actrice resta en coulisses jusqu'à ce que le présentateur l'appelle. |
στη σκηνήadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Même les artistes les plus expérimentés ont le trac avant de monter sur scène. Le public a applaudi quand le groupe est monté sur scène pour un autre rappel. Ακόμα και οι πιο έμπειροι καλλιτέχνες νοιώθουν τρακ πριν βγουν στη σκηνή. |
βουκολική σκηνήnom féminin (Arts) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκηνή από τα γυρίσματα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλλιτεχνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργωνnom féminin (συγγραφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράλληλη δράσηnom masculin (θέατρο) |
καρέκλα σκηνοθέτηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le réalisateur s'est assis dans le fauteuil de réalisateur et a dirigé les acteurs. |
καλλιτεχνικό ψευδώνυμοnom masculin Plusieurs acteurs adoptent des noms de scène plus courts que leurs vrais noms. |
αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίαςnom féminin (για γυμνές σκηνές) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φωτισμός του θεάτρουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θεατρικό μακιγιάζnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλλιτεχνικό όνομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τόπος εγκλήματος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σκηνή χυσίματος(Pornographie) (χυδαίο: σε τσόντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκηνή από ταινίαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολιτική σκηνήnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεατρική περσόναnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκηνικάnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
σκηνήnom féminin (για όπερα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θεατρική τέχνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκτελεστικά δικαιώματαnom masculin pluriel |
φεύγω από τον τόπο(πχ του ατυχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le conducteur ayant fait un délit de fuite a été accusé d'avoir quitté la scène de l'accident. |
ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu es tellement drôle : tu devrais monter sur scène. |
σκηνοθετούμαι από κπ(film) "2001, Odyssée de l'Espace" a été réalisé par Stanley Kubrick. |
εμφανίζομαι στη σκηνήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hamlet entre en scène par la gauche, pas par la droite ! |
κάνω σκηνήlocution verbale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διοργανώνω κτ ξανάverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη σκηνήlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στο προσκήνιοlocution adverbiale (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια(Cinéma) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il est acteur, mais il adorerait devenir réalisateur. Ηθοποιός είναι, αλλά στην πραγματικότητα θα ήθελε να είναι σκηνοθέτρια. |
ενοχοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le documentaire enquête sur le coup monté dont il a été victime pour un meurtre qu'il n'a pas commis. |
διώχνω κπ γιουχάροντάς τονlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έρχομαι, μπαίνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons besoin de l'avis d'un expert et c'est là que vous intervenez. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
είμαι παραγωγός(Cinéma, Radio) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Après avoir fait fortune en tant qu'acteur, il a commencé à produire (or: à réaliser) des films. Αφού έκανε περιουσία ως ηθοποιός, άρχισε να είναι παραγωγός σε ταινίες. |
σκηνικό, φόντοnom masculin (théâtre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le rideau de scène fut descendu pour servir de fond à la scène de jour. |
ανέβασμαnom féminin (έργου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mise en scène de la pièce était de toute beauté. |
τόπος του εγκλήματος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής(Théâtre) |
μπαίνωverbe intransitif (Théâtre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La comédienne entre côté cour au début du second acte. Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scène στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του scène
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.