Τι σημαίνει το produire στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης produire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του produire στο Γαλλικά.
Η λέξη produire στο Γαλλικά σημαίνει παράγω, κάνω την παραγωγή, επιδεικνύω, παράγω, είμαι παραγωγός, παράγω, βρίσκω, αποδίδω, παράγω, εκτρέφω, προκαλώ, επιφέρω, προκαλώ, δημιουργώ, παράγω, δημιουργώ, παράγω, δημιουργώ, δίνω, παρουσιάζω, παράγω, κατασκευάζω, κατασκευάζω, αντλώ, παράγω, προκύπτω, συμβαίνω, παράγω, δίνω παράσταση, συμβαίνω, συμπίπτω, παράγω ηλεκτρική ενέργεια, συμβαίνω, δρω ως laser, ξεπερνάω σε παραγωγή, βρίσκω χρηματοδότηση από το πλήθος, παράγω κτ μαζικά, βγάζω, προκύπτω, γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω, βγάζω καρπούς, πετάω καρπούς, καρποφορώ, κάνω μούρα, βγάζω μούρα, παράγω μαζικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης produire
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette terre produit une tonne de maïs à l'hectare. Αυτή η γη παράγει έναν τόνο καλαμπόκι ανά εκτάριο. |
κάνω την παραγωγήverbe transitif (Musique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Combien d'albums des Beatles a produit George Martin ? Σε πόσα άλμπουμ τον Μπίτλς έκανε την παραγωγή ο Τζόρτζ Μάρτιν; |
επιδεικνύω(soutenu : montrer) (παρουσιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο. |
παράγω(des objets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette usine produit (or: fabrique) des tracteurs. Το εργοστάσιο κατασκευάζει (or: παράγει) τρακτέρ. |
είμαι παραγωγός(Cinéma, Radio) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Après avoir fait fortune en tant qu'acteur, il a commencé à produire (or: à réaliser) des films. Αφού έκανε περιουσία ως ηθοποιός, άρχισε να είναι παραγωγός σε ταινίες. |
παράγωverbe transitif (de l'énergie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim a tourné la manivelle du générateur pour produire de l'électricité. Ο Τιμ πείραξε τη γεννήτρια για να παράξει ηλεκτρισμό. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι. |
αποδίδωverbe intransitif (Agriculture) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette ferme a produit énormément cette année. |
παράγωverbe transitif (Agriculture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ferme a produit une bonne récolte de pommes de terre. |
εκτρέφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gros groupes agroalimentaires ont produit des millions de tonnes de bœuf l'an passé. |
προκαλώ, επιφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ, δημιουργώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un travail d'équipe efficace produit une plus forte productivité au travail. |
παράγω, δημιουργώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το καινούριο μας σύστημα υπολογιστών δημιούργησε λίγα προβλήματα. |
παράγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δημιουργώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chercheurs ont produit (or: créé) un nouveau type de courgette. Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα νέο είδος κολοκυθιού. |
δίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce réchaud produit de la chaleur pour toute la maison. (Or: Ce réchaud chauffe toute la maison.) Η θερμάστρα παρέχει θερμότητα σε όλο το σπίτι. |
παρουσιάζωverbe transitif (Droit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'accusation souhaite produire (or: présenter) la demande de rançon à titre de preuve. Η εισαγγελία επιθυμεί να παρουσιάσει την απαίτηση για λύτρα ως αποδεικτικό στοιχείο. |
παράγω, κατασκευάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette usine fabrique cinq mille chaises par jour. |
κατασκευάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'usine fabrique des pièces de véhicules. Το εργοστάσιο παράγει εξαρτήματα αυτοκινήτων. |
αντλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les journaux à scandales continuent d'émettre (or: produire) des histoires sur les célébrités. |
παράγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les bactéries produisaient de l'alcool dans le fût fermé. |
προκύπτω, συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'idée de Dave de monter son propre commerce est arrivée après la perte de son emploi. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το εργοστάσιο παράγει κάθε μέρα χιλιάδες κονσέρβες με φασόλια σε σάλτσα ντομάτας. |
δίνω παράσταση(acteur, musicien, ...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le comédien joue trois soirs par semaine. Ο κωμικός δίνει παράσταση τρεις βραδιές την εβδομάδα. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vous seriez sidérés d'apprendre ce qui est arrivé après l'accident. |
συμπίπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le mariage coïncide avec le festival. |
παράγω ηλεκτρική ενέργειαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il existe de nombreuses manières alternatives pour produire de l'électricité "propre", comme le solaire, l'éolien et l'hydro-électrique. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Beaucoup de choses se sont passées en un an. Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά. |
δρω ως laserlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνάω σε παραγωγήlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βρίσκω χρηματοδότηση από το πλήθοςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράγω κτ μαζικά
|
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκύπτωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si une telle chose se produisait, appelez-moi immédiatement. Αν προκύψει κάτι τέτοιο, πάρε με τηλέφωνο αμέσως. |
γεμίζω τον τόπο με, ξερνάωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il produit des romans de gare à la tonne. |
βγάζω καρπούς, πετάω καρπούςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon plant de petits pois commence à produire des cosses. Η μπιζελιά μου αρχίζει να βγάζει καρπούς. |
καρποφορώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon prunier ne donne pas de fruits chaque année. |
κάνω μούρα, βγάζω μούραlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce myrtillier est encore trop jeune pour produire des baies. |
παράγω μαζικά
Le constructeur automobile va produire sa nouvelle voiture en masse. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του produire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του produire
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.