Τι σημαίνει το se porter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης se porter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του se porter στο Γαλλικά.

Η λέξη se porter στο Γαλλικά σημαίνει φοράω, φορώ, κουβαλάω, φοράω, φορώ, έχω μαζί μου, αντηχώ, κουβαλάω, κουβαλώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, τραβάω, χαρίζω, φορώ, κουβαλάω στους ώμους μου, κρατάω, κουβαλάω, φέρω, έχω, κουβαλάω, κουβαλώ, μεταφέρω, υποβάλλω, σέρνω, δίνω, απόπειρα, προσπάθεια, πηγαίνω, υγιέστατος, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, στηρίζω, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ, προσφέρομαι, προτείνω, υπάρχει ακόμα, εγγυώμαι, προσφέρομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης se porter

φοράω, φορώ

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout le monde porte des jeans de nos jours.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourriez-vous porter cette table de la cuisine à la salle à manger ?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

φοράω, φορώ

verbe transitif (des accessoires)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mari et la femme portent des alliances.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

έχω μαζί μου

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il porte toujours un couteau pour se protéger.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

αντηχώ

verbe intransitif (son)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les voix portent loin dans ce canyon.
Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά.

κουβαλάω, κουβαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les étudiants portent tous des sacs à dos.

φοράω, φορώ

verbe transitif (des chaussures)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelles chaussures devrais-je porter (or: mettre) ?

φοράω, φορώ

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda porte (or: met) du noir la plupart du temps.

τραβάω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous ne voulons pas porter (or: pousser) les choses trop loin.

χαρίζω

verbe transitif (vers la victoire,...) (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur vedette a mené (or: porté) son équipe vers la victoire.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

φορώ

verbe transitif (vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt portait un sweat bleu et un pantalon noir.

κουβαλάω στους ώμους μου

verbe transitif (transporter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je porte mon fils sur mes épaules.
Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου.

κρατάω, κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attention, il porte un flingue !

φέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω

verbe transitif (un nom, un titre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il porte le nom de son père.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnny porta les sacs de sa voisine âgée jusqu'en haut des escaliers.

μεταφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mulet dut porter (or: transporter) le chargement jusqu'au camp.

υποβάλλω

verbe transitif (plainte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a porté plainte auprès des ressources humaines.

σέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul tira un cerf qu'il avait abattu jusqu'à son camion.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

δίνω

(une passe) (πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pendant le match, il a effectué plusieurs passes difficiles.

απόπειρα, προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγαίνω

(état)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πώς πάει η αναφορά;

υγιέστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah et Jim sont heureux d'annoncer l'arrivée de leur fille Grace. La mère et le bébé vont bien (or: se portent bien).
Η Σάρα και ο Τζιμ έχουν τη χαρά να ανακοινώσουν τον ερχομό της κόρης τους, Γκρέις. Τόσο η μητέρα όσο και το βρέφος τα πηγαίνουν καλά.

στηρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry s'est porté garant de Dan en lui prêtant de l'argent lorsqu'il avait beaucoup de dettes.

πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ

(regard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les yeux du professeur ont scruté la pièce et sont tombés sur le visage nerveux de Joshua.
Το βλέμμα του δασκάλου σάρωσε την τάξη και έπεσε πάνω στο νευρικό πρόσωπο του Τζόσουα.

προσφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la disparition de la jeune fille, beaucoup se sont portés volontaires pour la retrouver.
Όταν εξαφανίστηκε το κοριτσάκι πολλοί προσφέρθηκαν να το ψάξουν.

προτείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι ευθύνες ήταν τόσο μεγάλες που κανένας δεν ήθελε να προτείνει τον εαυτό του.

υπάρχει ακόμα

locution verbale (industrie...)

εγγυώμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je peux me porter garant de son honnêteté : je lui confie même les clés de ma maison.
Μπορώ να εγγυηθώ για την τιμιότητά του. Του εμπιστεύομαι ακόμη και τα κλειδιά του σπιτιού μου.

προσφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand ils ont demandé des volontaires, je me suis proposé parce que je n'avais rien d'autre à faire.
Όταν ζήτησαν εθελοντές, προσφέρθηκα καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του se porter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του se porter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.