Τι σημαίνει το seated στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seated στο Αγγλικά.
Η λέξη seated στο Αγγλικά σημαίνει καθιστός, που βρίσκεται, που είναι, που διαθέτει καθίσματα, θέση, θέση, κάθισμα, κάθισμα, βάζω να καθίσει, τόπος διεξαγωγής, έδρα, εισιτήριο, πίσω μέρος, σέλα, έδρα, πισινός, έδρα, τοποθετώ, βάζω, διορίζω, εδραιωμένος, ριζωμένος, μόνο για καθήμενους, μόνο για καθήμενους, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seated
καθιστόςadjective (in a sitting position) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The children were seated on the floor, playing a game. Τα παιδιά κάθονταν στο πάτωμα, παίζοντας ένα παιχνίδι. |
που βρίσκεται, που είναιadjective (situated, located) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The building is seated at the corner of Main Street and Maple Street. |
που διαθέτει καθίσματαadjective (hall: with seating) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All football stadiums in the UK now have to be seated. |
θέσηnoun (space in a vehicle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I prefer to sit in the passenger's seat. Προτιμώ να κάθομαι στη θέση του συνοδηγού. |
θέσηnoun (often plural (bus, plane, car: place to sit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bus was so crowded that I could not find a seat. Το λεωφορείο ήταν τόσο γεμάτο που δεν μπόρεσα να βρω θέση. |
κάθισμαnoun (often plural (chair, place to sit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Are there enough seats in the room? Υπάρχουν αρκετά καθίσματα στο δωμάτιο; |
κάθισμαnoun (part of a chair you sit on) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The woven seat was worn through. Το υφαντό κάθισμα ήταν φθαρμένο. |
βάζω να καθίσειtransitive verb (provide with seating) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We've not enough chairs to seat them. Δεν έχουμε αρκετές καρέκλες για να καθίσει όλη η ομάδα. |
τόπος διεξαγωγήςnoun (event location) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The seat of the annual meeting was usually in the countryside. |
έδραnoun (law: government site) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) File the report at the county seat. |
εισιτήριοnoun (event entry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have seats for the Broncos' game? Έχετε κλείσει θέσεις για τον αγώνα; |
πίσω μέροςnoun (part of pants covering the buttocks) (εκεί που είναι οι τσέπες) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) She ripped a hole in the seat of her trousers. |
σέλαnoun (saddle of a bicycle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) New bicycles have padded seats. |
έδραnoun (place of learning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That building is the seat of the college of liberal arts and sciences. |
πισινόςnoun (informal (buttocks) (γλουτοί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) All your lazy kid needs is a kick in the seat. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με 2-3 ξυλιές στον πισινό, να δεις πώς θα κάτσει ήσυχα! |
έδραnoun (law: headquarters) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The county seat is in Columbia. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hal seated the gun firmly in its case. |
διορίζωtransitive verb ([sb]: install) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was seated as project manager. Διορίστηκε διαχειριστής έργου. |
εδραιωμένος, ριζωμένοςadjective (figurative (emotion: firmly implanted) (για συναισθήματα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Children have a deep-seated need to be loved. |
μόνο για καθήμενουςadjective (venue: with no standing area) (αίθουσα, χώρος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνο για καθήμενουςadjective (show: with only seated places) (εκδήλωση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου(stay sitting down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please remain seated until the bus comes to a complete stop. Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του seated
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.