Τι σημαίνει το seed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seed στο Αγγλικά.

Η λέξη seed στο Αγγλικά σημαίνει σπόρος, σπόρος, σπόρος, σπέρμα, seed, σπέρνω, σπέρνω, φυτεύω, σπείρω, βάζω, σπείρω, κατατάσσω, καναβούρι, κύμινο, σπόρος σέλινου, κόλιαντρος, κόλιανδρος, σπόροι κόλιανδρου, λιναρόσπορος, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, μετατρέπομαι σε σπόρο, κουκούτσι από σταφύλι, κανναβέλαιο, σπόρος κάνναβης, σπόροι μουστάρδας, σπόρος φυτού, φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους, παπαρουνόσπορος, κολοκυθόσπορος, χαντρούλες, αρχικό κεφάλαιο, περίβλημα σπόρου, κεφάλαιο εκκίνησης, ταξικαρπία, περισπέρμιο, σπόρος σουσαμιού, κάνω σπόρο, φυτεύω, σπέρνω, ηλιόσπορος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seed

σπόρος

noun (of a plant, fruit, vegetable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I will plant some tomato seeds for my garden this year.
Φέτος θα φυτέψω σπόρους ντομάτας για τον κήπο μου.

σπόρος

noun (for planting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most flower seeds should be planted in warm soil.
Οι περισσότεροι σπόροι λουλουδιών πρέπει να φυτεύονται σε θερμό χώμα.

σπόρος

noun (figurative (germ: of an idea) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You have planted the seed of an idea in my mind.
Φύτεψες τον σπόρο της ιδέας στο μυαλό μου.

σπέρμα

noun (literary, uncountable (sperm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His seed produced two sons.
Από το σπέρμα του γεννήθηκαν δύο γιοι.

seed

noun (tennis: ranked player) (παίκτης με υψηλή βαθμολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roger was selected as a seed in the tournament, so he did not have to compete in the first round.
Ο Ρότζερ εξελέγη ως ο παίκτης seed στο τουρνουά κι έτσι δεν χρειάστηκε να διαγωνιστεί στον πρώτο γύρο.

σπέρνω

intransitive verb (plant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is too early to seed for a good harvest.

σπέρνω

transitive verb (plant lawn) (σπόρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On Sunday he seeded the lawn.

φυτεύω

transitive verb (plant fruit) (σπόρος ή μικρό φυτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grandmother seeded apple trees when she was young.

σπείρω

transitive verb (clouds)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scientists seed clouds by adding silver iodide.

βάζω, σπείρω

transitive verb (figurative (ideas) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She seeded the idea of a vacation to Greece in his mind.
Εκείνη του έβαλε την ιδέα να πάνε διακοπές στην Ελλάδα.

κατατάσσω

transitive verb (rank: a contestant) (διαγωνιζόμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy performed well in the competition, and was seeded for the next tournament.

καναβούρι

noun (grain fed to birds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rita put some bird seed on the bird table.

κύμινο

noun (usually plural (spice: cumin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Add caraway seeds to the pan and stir gently.

σπόρος σέλινου

noun (seed of a celery plant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κόλιαντρος, κόλιανδρος

noun (dried seed of cilantro plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rice is flavored with coriander and saffron.

σπόροι κόλιανδρου

noun (dried seed of aromatic plant)

λιναρόσπορος

noun (uncountable (crop: linseed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιδεινώνομαι, χειροτερεύω

intransitive verb (slang, figurative (decline, deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was once a great actor but rather went to seed in middle age.

μετατρέπομαι σε σπόρο

intransitive verb (plant: produce seed and dry up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prevent flowering plants from going to seed by removing the dead flower heads.

κουκούτσι από σταφύλι

noun (seed of a grape)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought some grape-seed oil to cook with.

κανναβέλαιο

noun (oil from hemp seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπόρος κάνναβης

noun (often plural (seed of hemp plant) (συχνά πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σπόροι μουστάρδας

noun (grain of the mustard plant)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My mother seasons steamed cabbage with vinegar and mustard seed.

σπόρος φυτού

noun (seed of a plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some plant seeds are distributed by the wind.

φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους

verbal expression (sow seeds)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We planted the seeds in clay pots.

παπαρουνόσπορος

noun (tiny seed of the poppy plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I love Polish bread as it usually has poppy seeds on it.

κολοκυθόσπορος

noun (usually plural (edible seed of fruit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pumpkin seeds contain many nutrients.

χαντρούλες

plural noun (tiny round beads) (με τρύπα, για κοσμήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Julia made a bracelet out of seed beads.

αρχικό κεφάλαιο

noun (small sum invested in new business)

Most of the seed capital for Mike's startup came from his friends and family.

περίβλημα σπόρου

(botany)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κεφάλαιο εκκίνησης

noun (to start a business)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Paul managed to obtain the seed money to set up a business.

ταξικαρπία

noun (botany: cluster of seeds on a plant) (είδος διάταξης σπόρων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περισπέρμιο

noun (part of a plant containing seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπόρος σουσαμιού

noun (usually plural (edible grain of the sesame plant) (φυτό: σουσάμι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Here's a recipe for stir-fried broccoli with sesame seeds.

κάνω σπόρο

(plant: produce seeds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The flower will set seed in late summer.
Το λουλούδι θα κάνει σπόρο στα τέλη του καλοκαιριού.

φυτεύω, σπέρνω

verbal expression (initiate or prompt [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She sowed the seed of doubt in his mind.

ηλιόσπορος

noun (edible grain of the sunflower)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tania added sunflower seeds to her bread dough.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του seed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.