Τι σημαίνει το settled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης settled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του settled στο Αγγλικά.

Η λέξη settled στο Αγγλικά σημαίνει τακτοποιημένος, τακτοποιημένος, κανονισμένος, κατοικημένος, λύνω, εγκαθίσταμαι, συμφωνώ, κατακάθομαι, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, αποφασίζω, καταλήγω, υφίσταμαι καθίζηση, ηρεμώ, συμβιβάζομαι, ικανοποιώ, εξοφλώ, αποπληρώνω, αποικώ, εποικίζω, ηρεμώ, συνηθίζω σε κτ, τακτοποιούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης settled

τακτοποιημένος

adjective (having home, job)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fred was pleased that all his children were settled at last, even though none of them lived nearby.
Ο Φρεντ ήταν ευχαριστημένος που εν τέλη όλα τα παιδιά του ήταν τακτοποιημένα αν και κανένα δεν έμενε κοντά του.

τακτοποιημένος, κανονισμένος

adjective (decided)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Well, that's settled; we're going to Italy for our holiday, not Spain.
Λοιπόν, είναι κανονισμένο. Θα πάμε στην Ιταλία για τις διακοπές μας, και όχι στην Ισπανία.

κατοικημένος

adjective (populated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The settled areas of the country mainly contain groups of small villages.

λύνω

transitive verb (reach agreement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They settled their dispute peacefully.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

εγκαθίσταμαι

intransitive verb (make a home, live)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She eventually settled in New York.
Τελικά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.

συμφωνώ

(price: agree)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We settled on a price after a few days of negotiation.
Τα βρήκαμε στην τιμή έπειτα από κάποιες μέρες διαπραγματεύσεων.

κατακάθομαι

intransitive verb (come to rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dust settled on the cars after the winds blew it in.
Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας.

ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After his death, his son settled his affairs.
Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του.

αποφασίζω

transitive verb (often passive (decide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomorrow at 2pm. That's settled then!
Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε!

καταλήγω

(date: fix) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We settled on March 27 for the wedding date.
Καταλήξαμε στην 27η Μαρτίου για την ημερομηνία του γάμου.

υφίσταμαι καθίζηση

intransitive verb (land: sink, compact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to let the ground settle some before you build a house on it.

ηρεμώ

intransitive verb (become calm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My stomach settled after a couple of hours.

συμβιβάζομαι

intransitive verb (informal (accept less than you really want)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't settle; the man of your dreams is out there somewhere!

ικανοποιώ

transitive verb (claim: satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The insurance company settled all claims from the accident.

εξοφλώ, αποπληρώνω

transitive verb (debt: pay, liquidate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He settled his college debt by paying every month for two years.

αποικώ, εποικίζω

transitive verb (territory: populate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Virginia was first settled by the English.

ηρεμώ

transitive verb (quiet, calm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The antacid settled her stomach.

συνηθίζω σε κτ

(routine: begin to adopt it) (ρουτίνα)

τακτοποιούμαι

(informal (make yourself comfortable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του settled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του settled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.