Τι σημαίνει το seem στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seem στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seem στο Αγγλικά.

Η λέξη seem στο Αγγλικά σημαίνει φαίνομαι, φαίνεται, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, φαίνομαι, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seem

φαίνομαι

intransitive verb (aspect, appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She seems tired, but I'm not sure. I seem to have lost my wallet.
Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου.

φαίνεται

intransitive verb (be probable)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It seems to be true that they are on vacation.
Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές.

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

verbal expression (appear to be correct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

φαίνομαι, δείχνω

verbal expression (appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pipes seem to be in good repair. The patient seemed to be in good health, with a healthy glow in his cheeks.
Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seem στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του seem

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.