Τι σημαίνει το aging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aging στο Αγγλικά.

Η λέξη aging στο Αγγλικά σημαίνει γήρανση, ολοένα και γηραιότερο, ηλικία, εποχή, ηλικία, χρόνια, γερνάω, ωριμάζω, -, αντιγηραντικός, επιτυχημένη γήρανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aging

γήρανση

noun (process of getting old)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aging is something that no one can run away from.
Από τη γήρανση δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.

ολοένα και γηραιότερο

adjective (growing old) (ηλικιακά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They are offering more training courses as part of their effort to replace an ageing workforce.
Προσφέρουν περισσότερα μαθήματα κατάρτισης ως μέρος της προσπάθειάς τους να αντικαταστήσουν το γηράσκον εργατικό δυναμικό.

ηλικία

noun (years lived)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At the age of six, David started kindergarten.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Ντέιβιντ πήγε στο νηπιαγωγείο.

εποχή

noun (era)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The age of the dinosaurs ended millions of years ago. In this multimedia age, you have to check the sources of your information carefully.
Η εποχή των δεινοσαύρων τελείωσε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Την εποχή των πολυμέσων πρέπει να ελέγχουμε πολύ προσεκτικά την πηγή των πληροφοριών μας.

ηλικία

noun (old age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Age does not seem to have impaired his memory.
Φαίνεται ότι τα γηρατειά δεν έχουν εξασθενίσει τη μνήμη του.

χρόνια

noun (figurative (long time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's been an age since I last saw him.
Πέρασε ένας αιώνας από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.

γερνάω

intransitive verb (grow older) (γίνομαι ηλικιωμένος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As people age, they develop wrinkles.
Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, κάνουν ρυτίδες.

ωριμάζω

intransitive verb (food, wine: mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louis leaves his cheese out on the counter to age.
Ο Λούις αφήνει το τυρί του να ωριμάσει έξω στον πάγκο.

-

suffix (to form abstract nouns) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: bondage, seepage

αντιγηραντικός

adjective (reduces signs of age)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The best anti-aging treatment is a good night's sleep.

επιτυχημένη γήρανση

noun (good health in old age)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του aging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.