Τι σημαίνει το settle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης settle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του settle στο Αγγλικά.

Η λέξη settle στο Αγγλικά σημαίνει λύνω, εγκαθίσταμαι, συμφωνώ, κατακάθομαι, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, αποφασίζω, καταλήγω, υφίσταμαι καθίζηση, ηρεμώ, συμβιβάζομαι, ικανοποιώ, εξοφλώ, αποπληρώνω, αποικώ, εποικίζω, ηρεμώ, συνηθίζω σε κτ, χαλαρώνω, νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι, σταθεροποιούμαι, εξισορροπούμαι, ηρεμώ, γαληνεύω, βολεύομαι, συμβιβάζομαι με κτ, συμφωνώ σε κτ, βολεύομαι, τακτοποιούμαι, κάνω κπ να νιώσει άνετα, καταλήγω σε κτ, εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω, έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, εξοφλώ τα χρέη μου, εξοφλώ τα χρέη μου, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, λύνω τις διαφορές μου, λύνω, κλείνω παλιούς λογαριασμούς, παίρνω το αίμα μου πίσω, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, λήγω το ζήτημα, εξοφλώ, πληρώνω, κάνω συμφωνία με κπ, παίρνω εκδίκηση από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης settle

λύνω

transitive verb (reach agreement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They settled their dispute peacefully.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

εγκαθίσταμαι

intransitive verb (make a home, live)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She eventually settled in New York.
Τελικά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.

συμφωνώ

(price: agree)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We settled on a price after a few days of negotiation.
Τα βρήκαμε στην τιμή έπειτα από κάποιες μέρες διαπραγματεύσεων.

κατακάθομαι

intransitive verb (come to rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dust settled on the cars after the winds blew it in.
Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας.

ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After his death, his son settled his affairs.
Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του.

αποφασίζω

transitive verb (often passive (decide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomorrow at 2pm. That's settled then!
Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε!

καταλήγω

(date: fix) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We settled on March 27 for the wedding date.
Καταλήξαμε στην 27η Μαρτίου για την ημερομηνία του γάμου.

υφίσταμαι καθίζηση

intransitive verb (land: sink, compact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to let the ground settle some before you build a house on it.

ηρεμώ

intransitive verb (become calm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My stomach settled after a couple of hours.

συμβιβάζομαι

intransitive verb (informal (accept less than you really want)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't settle; the man of your dreams is out there somewhere!

ικανοποιώ

transitive verb (claim: satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The insurance company settled all claims from the accident.

εξοφλώ, αποπληρώνω

transitive verb (debt: pay, liquidate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He settled his college debt by paying every month for two years.

αποικώ, εποικίζω

transitive verb (territory: populate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Virginia was first settled by the English.

ηρεμώ

transitive verb (quiet, calm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The antacid settled her stomach.

συνηθίζω σε κτ

(routine: begin to adopt it) (ρουτίνα)

χαλαρώνω

phrasal verb, intransitive (relax, get comfortable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι

phrasal verb, intransitive (start to lead domesticated life)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wanted to get married, but he wasn't ready to settle down. I travel too much for my job to settle down and raise a family.
Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να αποκατασταθώ (or: νοικοκυρευτώ) και να κάνω οικογένεια.

σταθεροποιούμαι, εξισορροπούμαι

phrasal verb, intransitive (become stable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A newly built house will often make noises as it settles down.

ηρεμώ, γαληνεύω

phrasal verb, intransitive (become calmer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop interrupting me, settle down, and I'll continue with my explanation.
Σταμάτα να με διακόπτεις, ηρέμησε και θα συνεχίσω την εξήγησή μου.

βολεύομαι

phrasal verb, intransitive (become comfortable: in chair, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul settled down in the armchair to enjoy the film.

συμβιβάζομαι με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be content with)

Don't settle for second best. I'd love a 54-inch TV, but I'll settle for a 32-inch one.
Μην συμβιβάζεσαι με τη δεύτερη καλύτερη επιλογή.

συμφωνώ σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (accept as payment) (για χρηματικό ποσό)

I was hoping to make more by selling the couch on eBay, but I settled for $100.
Ήλπιζα να βγάλω περισσότερα χρήματα πουλώντας τον καναπέ στο eBay, αλλά συμφώνησα στα 100 δολάρια.

βολεύομαι, τακτοποιούμαι

phrasal verb, intransitive (make yourself at home)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It took me a few months to settle in to my new job.
Μου πήρε μερικούς μήνες να συνηθίσω στην καινούρια μου δουλειά.

κάνω κπ να νιώσει άνετα

phrasal verb, transitive, separable (help to feel at home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The other students were very friendly and helped to settle Julia in.
Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα.

καταλήγω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (decide on, choose)

We've settled on Majorca for our summer holiday this year. The children settled on the chocolate chip cookies instead of the peanut butter ones.

εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω

phrasal verb, intransitive (informal (pay a bill) (λογαριασμό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you lend me the money now, I'll settle up with you next week.

έχω ανοιχτούς λογαριασμούς

verbal expression (figurative, informal (plan to take revenge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bruce has a score to settle with Joe because he thinks Joe stole some of his money.

εξοφλώ τα χρέη μου

(pay debts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Students must settle their account before they become eligible to register for a subsequent semester.

εξοφλώ τα χρέη μου

verbal expression (pay debts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to settle accounts with us before we can deliver a new order.

ξεκαθαρίζω

(figurative (conclude a matter) (μια υπόθεση, ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This uncertainty's gone on long enough: it's time we settled accounts.

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ

verbal expression (US, informal (take revenge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm going to settle accounts with those thugs who beat me up.

λύνω τις διαφορές μου

(be reconciled, reach agreement) (με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The brothers finally settled their differences after many months of disagreement.

λύνω

verbal expression (resolve or agree on [sth]) (πρόβλημα, θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to settle it right here right now.

κλείνω παλιούς λογαριασμούς

verbal expression (figurative (take revenge) (μεταφορικά)

παίρνω το αίμα μου πίσω

verbal expression (figurative (take revenge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ

verbal expression (figurative (take revenge on [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex dreamed up ways to settle the score with his enemies. The author wrote the scandalous book to settle the score with her one-time friends.

λήγω το ζήτημα

verbal expression (figurative (conclude a matter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane settled the score by looking up the answer on the Internet.

εξοφλώ, πληρώνω

(pay [sb] a bill or debt) (λογαριασμό ή χρέος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω συμφωνία με κπ

(reach an agreement with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω εκδίκηση από κπ

(get your revenge with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του settle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του settle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.