Τι σημαίνει το fuck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuck στο Αγγλικά.

Η λέξη fuck στο Αγγλικά σημαίνει γαμιέμαι, γαμάω, γαμώ, γαμάω, πηδάω, γαμώτο, γαμήσι, καλός στο κρεβάτι, ξεφτίλας, γαμάω κπ με κτ, βουτάω, σουφρώνω, μαμάω, απαυτώνω, χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ, πηδολογιέμαι, γαμάω, γαμώ, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, κάνω χάλια, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, τρελά, που να πάρει ο διάολος, απολύτως τίποτα, σκατόφατσα, γάμα το, γάμα το, γάμα με!, γάμα μας!, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, αποτυχημένος, μαλακία, άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, απολύτως τίποτα, δίνω δεκάρα, δίνω μία, άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!, σκάσε, σκάω, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, τι στον διάβολο, τι στον πούτσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuck

γαμιέμαι

intransitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do we have time to fuck before they get here?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γαμάω, γαμώ

transitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex with) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally murmured in Harry's ear that she'd really like him to fuck her.
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

γαμάω, πηδάω

transitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (put in difficult position) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They really fucked him in the new contract.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει).

γαμώτο

interjection (vulgar, offensive, slang (anger, annoyance) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh fuck! I've locked my keys in the car.
Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο.

γαμήσι

noun (vulgar, offensive, slang (act of sexual intercourse) (χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The couple met at home for a quick fuck during their lunch break.
Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος.

καλός στο κρεβάτι

noun (vulgar, offensive, slang (sexual partner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My new guy is a really good fuck.
Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι.

ξεφτίλας

noun (figurative, vulgar, offensive, slang (contemptible person) (προσβλητικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't stand him. He's such a fuck.
Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας.

γαμάω κπ με κτ

(vulgar, offensive, slang (insert [sth] into an orifice)

Julie likes her boyfriend to fuck her with a vibrator.
Η Τζούλη θέλει ο γκόμενός της να τη σκίζει με έναν δονητή.

βουτάω, σουφρώνω

transitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (defraud) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fucked me out of a hundred dollars.
Μου σούφρωσε εκατό δολάρια.

μαμάω, απαυτώνω

(figurative, vulgar, slang (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
F**k it, this film's boring; let's watch something else.

χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ

phrasal verb, intransitive (vulgar, offensive, slang (waste time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop fucking about and get on with your work!
Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τα μαθήματά σου!

πηδολογιέμαι

phrasal verb, intransitive (vulgar, offensive, slang (have casual sex) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stan was devastated when he discovered his girlfriend had been fucking around behind his back.

γαμάω, γαμώ

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (swindle or betray) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I told her the story in confidence, and then she fucked me over by turning around and telling my boss.
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (spoil) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish my parents would stop fucking up my life!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (do badly) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She fucked up the exam.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

κάνω χάλια

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (damage psychologically) (κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan's experiences during the war had fucked him up.
Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

phrasal verb, intransitive (vulgar, offensive, slang (make mistake) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sorry. I fucked up.
Συγγνώμη. Τα σκάτωσα.

τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (vulgar, offensive, slang (annoy, provoke) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't fuck with me, or I'll break your arm.
Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι.

τρελά

adverb (vulgar, offensive, slang (extremely) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That guy over there is as cool as fuck!

που να πάρει ο διάολος

interjection (vulgar, offensive, slang (exasperation) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απολύτως τίποτα

noun (UK, vulgar, offensive, slang (absolutely nothing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκατόφατσα

noun (vulgar, pejorative, offensive, slang (insult) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What's your problem, fuck face?

γάμα το

interjection (vulgar, offensive, slang (annoyance) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fuck it - I don't understand this question at all!

γάμα το

interjection (vulgar, offensive, slang (dismissiveness) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fuck it – let's just stay in tonight as we can't make a decision.

γάμα με!, γάμα μας!

interjection (slang, figurative, vulgar, offensive (expressing astonishment) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fuck me! This food is spicier than I can bear!

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

interjection (slang, vulgar, offensive (expressing anger or contempt) (μτφ, χυδαίο: οργή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We don't want your type here, now fuck off!

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

verbal expression (vulgar, offensive, slang (spoil) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob felt bad about fucking the holiday up for everyone else by becoming ill.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

αποτυχημένος

noun (vulgar, offensive, slang (useless person, failure) (κάνει λάθη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My brother is such a fuck-up; he never does anything right.
Ο αδερφός μου είναι εντελώς αποτυχημένος. Δεν κάνει ποτέ τίποτα σωστά.

μαλακία

noun (vulgar, offensive, slang (mess, failure) (υβριστικό: λάθος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I made a complete fuck-up of my French exam; I couldn't answer a single question.

άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου

interjection (vulgar, offensive, slang (expressing anger or contempt) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you think I'm going to work for you for nothing ... well, fuck you!

απολύτως τίποτα

adjective (UK, vulgar, offensive, slang (no, not any)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίνω δεκάρα, δίνω μία

verbal expression (vulgar, offensive, slang (not care) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't give a fuck what you think.
Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι.

άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!

interjection (vulgar, offensive, slang (expressing anger or contempt) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σκάσε

interjection (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shut the fuck up! I don't want to hear another word from you!

σκάω

expression (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish your sister would shut the fuck up!

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

interjection (vulgar, offensive, slang (disbelief) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie saw the damage to her brand new car and exclaimed, "What the fuck?"

τι στον διάβολο

interjection (vulgar, offensive, slang (incomprehension) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"What the fuck?" said Eugene, staring at the instructions and scratching his head.
«Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του.

τι στον πούτσο

expression (vulgar, offensive, slang (what) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the fuck do you think you're doing?
Τι στον πούτσο νομίζεις ότι κάνεις;

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fuck

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.