Τι σημαίνει το heat στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης heat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heat στο Αγγλικά.
Η λέξη heat στο Αγγλικά σημαίνει θερμότητα, ζέστη, θέρμανση, θερμαίνω, ζεσταίνω, θερμοκρασία, θερμότητα, ζέστη, ζέστη, ζεστή επόχη, προκριματικός, γρήγορες ρίψεις, οίστρος, ζέση, ανεβάζω το θερμόμετρο σε κτ, ζεσταίνω, ζεσταίνομαι, ανάβω, θερμοκρασία σώματος, ισοπαλία, ηλεκτρική θέρμανση, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω θερμότητα, θερμική ενέργεια, θερμικός κινητήρας, εναλλάκτης θερμότητας, θερμοπληξία, πιστόλι θερμού αέρα, λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίας, θερμαντική κρέμα, θερμαντική αλοιφή, αντλία θερμότητας, θερινή ιδρώα, θερμική ασπίδα, απαγωγός θερμότητας, πηγή θερμότητας, θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία, θερμική κατεργασία, θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία, που ανιχνεύει τη θερμότητα, θερμοευαίσθητος, καύσωνας, σε οίστρο, πάνω στην ένταση της στιγμής, καύσωνας, μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία, ερυθρά ιδρώα, ανυπόφορη ζέστη, καύσωνας, παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη, χάνω θερμότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης heat
θερμότητα, ζέστηnoun (great warmth) (μορφή ενέργειας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You could feel the heat of the fire. Μπορούσε κανείς να νιώσει τη θερμότητα (or: ζέστη) της φωτιάς. |
θέρμανσηnoun (building: heating) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Is the heat on in the house? It is cold in here. Είναι αναμμένη η θέρμανση στο σπίτι; Κάνει κρύο εδώ μέσα. |
θερμαίνω, ζεσταίνωtransitive verb (make hot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The directions say to heat the water to room temperature. Οι οδηγίες λένε να θερμάνουμε το νερό σε θερμοκρασία δωματίου. |
θερμοκρασίαnoun (temperature) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cook the meat at high heat. |
θερμότηταnoun (body's warmth) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He hugged his daughter to warm her with the heat of his body. |
ζέστηnoun (high temperature from a fever) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I could feel the fever in the heat of his body. |
ζέστηnoun (hot weather) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The heat here in summer brings in lots of tourists. |
ζεστή επόχηnoun (hot season) During the cooler months they worked, but could do little during the heat. |
προκριματικόςnoun (sports: race division) The winner of the third heat ran faster than the better-known competitors. |
γρήγορες ρίψειςnoun (baseball: fast pitches) The new player wasn't used to the heat thrown by major league pitchers. |
οίστροςnoun (animal: sexual arousal) (λόγιος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Female dogs are in heat only once a year. What time of year are deer in heat? |
ζέσηnoun (intensity of emotion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim's face burned with the heat of his resentment. |
ανεβάζω το θερμόμετρο σε κτtransitive verb (inflame with emotion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She heated the conversation with the mention of his ex-wife. |
ζεσταίνωphrasal verb, transitive, separable (food: warm through) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll heat up your dinner whenever you get home. Θα σου ζεστάνω το φαγητό ότι ώρα έρθεις σπίτι. |
ζεσταίνομαιphrasal verb, intransitive (become hot) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The house heated up during the day. Το σπίτι ζεστάθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας. |
ανάβωphrasal verb, intransitive (informal, figurative (intensify) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The discussion heated up once it turned to religion. Η συζήτηση άναψε μόλις αναφέρθηκε στη θρησκεία. |
θερμοκρασία σώματοςnoun (warmth produced by the body) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The mountain climbers huddled together to share their body heat when they were trapped by the storm. |
ισοπαλίαnoun (sport: tie, joint win, draw) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Not even the photograph could distinguish the winner, so the race was declared a dead heat. |
ηλεκτρική θέρμανσηnoun (heat generated by electricity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκπέμπω, αναδίδωverbal expression (emit warmth) (θερμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Traditional incandescent light bulbs give off heat, primarily; the light is a by-product. Οι παραδοσιακοί λαμπτήρες πυρακτώσεως αρχικά εκπέμπουν θερμότητα. Το φως είναι υποπροϊόν. |
εκπέμπω θερμότηταverbal expression (radiate warmth) That little furnace certainly gives out a lot of heat for its size. |
θερμική ενέργειαnoun (form of energy) |
θερμικός κινητήρας(thermodynamics) |
εναλλάκτης θερμότητας(thermodynamics) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θερμοπληξίαnoun (dehydration from heat exposure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Working outdoors in hot weather, one must be careful not to reach the point of heat exhaustion. |
πιστόλι θερμού αέραnoun (hot-air device to strip paint, etc.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίαςnoun (infrared light used for physical therapy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Once the chicks hatched, they were placed under a heat lamp. |
θερμαντική κρέμα, θερμαντική αλοιφήnoun (ointment: muscle rub) He rubbed his sprained ankle with heat lotion. |
αντλία θερμότητας(mechanics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερινή ιδρώα(pathology) (επίσημο) |
θερμική ασπίδα(aerospace) |
απαγωγός θερμότηταςnoun ([sth] that absorbs heat) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πηγή θερμότηταςnoun ([sth] that generates warmth) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Our sun provides a heat source that makes life on this planet possible. |
θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολίαnoun (physical treatment using infrared light) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θερμική κατεργασίαnoun (metalworking process) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Heat treatment may be used to strengthen metals. |
θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολίαnoun (physical therapy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Giving localized heat treatment to sprained muscles can help them heal faster. |
που ανιχνεύει τη θερμότηταadjective (can detect and follow warmth) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμοευαίσθητοςadjective (responding to heat) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καύσωναςnoun (period of hot weather) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A heatwave in January is unusual for this part of the country. |
σε οίστροadjective (female animal: ready to mate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In many species of animal, the female is only in heat for a few weeks at a time. |
πάνω στην ένταση της στιγμήςexpression (in anger, passion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The couple lost all common sense in the heat of the moment. |
καύσωναςnoun (extremely hot conditions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The intense heat caused the glass to melt. |
μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασίαnoun (cookery: moderate temperature) Place a pan over a medium heat and fry the onions gently. |
ερυθρά ιδρώαnoun (colloquial (itchy swelling on skin) |
ανυπόφορη ζέστηnoun (heat: intense, burning) Working in front of the blast furnace, I was exposed to scorching heat every day. |
καύσωναςnoun (extremely hot, sunny weather) In scorching heat it's a good idea to keep your pets inside. |
παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνηverbal expression (figurative, slang (be blamed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω θερμότηταverbal expression (allow warmth to escape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They waste heat by leaving the doors open. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του heat
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.