Τι σημαίνει το lay στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lay στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lay στο Αγγλικά.
Η λέξη lay στο Αγγλικά σημαίνει τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, επιρρίπτω, γεννάω, στρώνω, λαϊκός, λαϊκός, απλός, που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδο, κομμάτι, πήδημα, γαμήσι, τραγούδι, τραγούδι, γεννάω, στήνω, βάζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, ψέμα, λέω ψέματα, ξαπλώνω, είμαι απλωμένος, είμαι, βρίσκομαι, κείτομαι, βρίσκομαι, έγκειται, είμαι, διαμόρφωση, μένω ως έχω, παραμένω ως έχω, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, βάζω στην άκρη, ξαπλώνω, εγκαταλείπομαι, βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα, καταθέτω, παραδίδω, βάζω, ξαπλώνω, αποθηκεύω, απολύω, παρατάω, αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο, κόβω, υπερβάλλω, τοποθετώ, απλώνω, εξηγώ, αναλύω, ξοδεύω, χαλάω, ρίχνω κπ κάτω, ετοιμάζω, ρίχνω στο κρεβάτι, αποθηκεύω, προσορμίζω, ελλιμενίζω, κάνω στάση, αποκτώ αίσθηση, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, βάζω, τοποθετώ, στοκάρω, αποκαλύπτω, διεκδικώ, ισχυρίζομαι ότι/πως, ισχυρίζομαι πως κατέχω, βάζω τους κανόνες, δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ, υπογραμμίζω, τονίζω, στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σε, απλώνω, ξαπλώνω, ξαπλώνω κπ κάτω, αγγίζω, παίρνω κτ στα χέρια μου, την πέφτω σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, κολακεύω/επαινώ υπερβολικά, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω, τα παραλέω, εξουδετερώνω, τοπογραφία, κόβω, ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, θεραπεύω αγγίζοντας, επιτίθεμαι, πολιορκώ, θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια, κάνω προεργασία, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, θάβω, βάζω ένα τέλος σε κτ, ερημώνω, καταστρέφω, ανοίγω τα χαρτιά μου, λωρίδα στάσης, λέι απ, lay up, διακοπή, καπαρωμένος, προσδιορίζω, αναγνωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lay
τοποθετώ, απλώνω, αποθέτωtransitive verb (place horizontally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He usually lays the plans on the table. Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι. |
επιρρίπτω(blame, stress: assign) (ευθύνες κλπ σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He would usually lay the blame on his sister. Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του. |
γεννάωtransitive verb (produce: egg) (αβγό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A hen can lay a few eggs per week, I think. Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω. |
στρώνωtransitive verb (floor: cover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He laid lino in the hall. Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο. |
λαϊκόςadjective (not religious) (μη θρησκευτικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a lay organisation, with no connection to any religion. Πρόκειται για μια λαϊκή οργάνωση που δεν συνδέεται με καμία θρησκεία. |
λαϊκός, απλόςadjective (not member of a religious order) (μη κληρικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The priest was on the altar with three lay people, who would help with Holy Communion. Ο ιερέας ήταν στην Αγία Τράπεζα με τρεις λαϊκούς (or: απλούς) ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν με τη Θεία Κοινωνία. |
που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδοadjective (not professional) (μτφ: άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm not a doctor, just a lay person. Εγώ δεν είμαι γιατρός, δεν είμαι ειδικός. |
κομμάτιnoun (slang, vulgar (sexual partner) (μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Yeah, she was a good lay. Ναι, είναι καλό κομμάτι. |
πήδημα, γαμήσιnoun (slang, vulgar (sexual intercourse) (χυδαίο: σεξ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I hope I get a lay tonight, I am so randy. Ελπίζω να μου κάτσει ένα πήδημα σήμερα, έχω όρεξη. |
τραγούδιnoun (historical (medieval poem) (μεσαιωνικό ποίημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) "The Lay of the Last Minstrel" is a poem by Sir Walter Scott. «Το τραγούδι του τελευταίου τροβαδούρου» είναι ένα ποίημα του Σερ Γουόλτερ Σκοτ. |
τραγούδιnoun (historical (medieval song) (μεσαιωνικό τραγούδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She sang us a beautiful lay from centuries ago. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μας τραγούδησε μια όμορφη μπαλάντα ενός άλλου αιώνα. |
γεννάωintransitive verb (lay eggs) (γεννάω αβγά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That hen does not lay any more. Αυτή η κότα δε γεννάει πια. |
στήνω, βάζωtransitive verb (install) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The contractors came in to lay the foundation to the building. Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου. |
στοιχηματίζω, ποντάρωtransitive verb (place a bet) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He laid fifty dollars on the horse. Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο. |
βάζω στοίχημαtransitive verb (bet) (σε/με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll lay you ten to one that he wasn't there at all. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα. |
ψέμαnoun ([sth] not true) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lie got him in trouble when his boss found out the truth. Το ψέμα του τον έβαλε σε μπελάδες όταν το αφεντικό ανακάλυψε την αλήθεια. |
λέω ψέματαintransitive verb (not tell the truth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She lied to her parents about where she was on Friday night. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα! |
ξαπλώνωintransitive verb (recline) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If I lie on the sofa, I'll fall asleep. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει. |
είμαι απλωμένοςintransitive verb ([sth]: be spread out) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Toys were lying all over the bedroom floor. Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του μπάνιου. |
είμαι, βρίσκομαιintransitive verb (item: be, stay) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His book lay on the table unread. Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί. |
κείτομαιintransitive verb (be buried) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her body lies in that cemetery. Το σώμα της κείτεται σε εκείνο το νεκροταφείο. |
βρίσκομαιintransitive verb (be situated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The house lies in the valley. Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα. |
έγκειταιintransitive verb (be found) (επίσημο) The student's lack of focus is where the problem lies. Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών. |
είμαι(be attributable to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The responsibility for the decision lies with the manager. Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή. |
διαμόρφωσηnoun (position, arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's important to familiarize yourself with the lie of the land. Audrey adjusted the lie of the rug. Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής. |
μένω ως έχω, παραμένω ως έχωintransitive verb (remain unchanged) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Just let this matter lie. We don't want to cause any problems. Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (UK (attack, beat) |
βάζω στην άκρηphrasal verb, transitive, inseparable (put temporarily to one side) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I had to lay aside my wedding plans until after my mother recovered. |
ξαπλώνωphrasal verb, intransitive (slang (recline) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I love to lay back and relax in my new easy chair. |
εγκαταλείπομαιphrasal verb, intransitive (US (crop: leave untended) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After the farmer was evicted from his land, the corn was left to lay by. Μετά την έξωση του αγρότη από τη γη του, το καλαμπόκι εγκαταλείφθηκε. |
βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάνταphrasal verb, transitive, inseparable (US (money: save up) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταθέτω, παραδίδωphrasal verb, transitive, separable (surrender, give up: weapons) (για τα όπλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The President pleaded with the terrorists to lay down their arms. Ο πρόεδρος ικέτεψε τους τρομοκράτες να παραδώσουν τα όπλα τους. |
βάζωphrasal verb, transitive, separable (establish: law, rules, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαπλώνωphrasal verb, intransitive (informal (recline, lie down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm tired; I'm going to lay down on the bed for an hour. |
αποθηκεύωphrasal verb, transitive, separable (US (store for later use) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I am laying in plenty of food and drink for the Christmas period. |
απολύωphrasal verb, transitive, separable (make redundant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The current economic crisis has led many companies to lay off some of their employees. Η τρέχουσα οικονομική κρίση ανάγκασε πολλές εταιρείες να απολύσουν κάποιους από τους υπαλλήλους τους. |
παρατάωphrasal verb, intransitive (slang (stop bothering [sb]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've had a bad day. Just lay off! Είχα μια άσχημη μέρα. Παράτα με! |
αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχοphrasal verb, transitive, inseparable (slang (stop bothering: [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lay off your sister for five minutes, would you? You've teased her enough. Μπορείς ν' αφήσεις την αδερφή σου ήσυχη για πέντε λεπτά; Αρκετά την πείραξες. |
κόβωphrasal verb, transitive, inseparable (slang (stop indulging in) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He needs to lay off the booze for a while. Πρέπει να κόψει το ποτό για λίγο καιρό. |
υπερβάλλωphrasal verb, transitive, separable (informal (exaggerate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your brother can really lay on the drama! |
τοποθετώphrasal verb, transitive, separable (apply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The builder laid the plaster on with a trowel. Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί. |
απλώνωphrasal verb, transitive, separable (arrange, set out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before packing his bag for the trip, he carefully laid out the clothes he wanted to take. Πριν φτιάξει τον σάκο του για το ταξίδι, έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα που ήθελε να πάρει. |
εξηγώ, αναλύωphrasal verb, transitive, separable (explain, present: a plan) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) During the murder trial, the prosecutors carefully laid out the state's case against the defendant. |
ξοδεύω, χαλάωphrasal verb, transitive, separable (informal (spend: money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her father will have to lay out a lot of money to pay for her wedding. Ο πατέρας της θα πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να πληρώσει για τον γάμο της. |
ρίχνω κπ κάτωphrasal verb, transitive, separable (slang (punch, knock over) His punch laid his opponent out and he won the boxing match. |
ετοιμάζωphrasal verb, transitive, separable (prepare body for funeral) (νεκρό για ταφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The funeral home is going to lay my dead aunt out for viewing tomorrow. Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση. |
ρίχνω στο κρεβάτιphrasal verb, transitive, separable (informal, often passive (confine to bed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A bad dose of flu can lay you up for several days. |
αποθηκεύωphrasal verb, transitive, separable (US (store for future use) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We need to lay up plenty of firewood for the winter. |
προσορμίζω, ελλιμενίζωphrasal verb, transitive, separable (vessel: put in dock) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω στάσηphrasal verb, intransitive (US (make a stopover) (σε ταξίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maggie will lay over in Chicago before continuing on to Portland. |
αποκτώ αίσθησηverbal expression (informal, figurative (become familiar with [sth]) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιάverbal expression (prepare a fire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He laid a fire for the group. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό. |
απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπverbal expression (informal (hit, harm) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would never lay a hand on my children; I don't believe in corporal punishment. |
βάζω, τοποθετώverbal expression (set a trap, snare) (παγίδα για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He laid a trap for the mouse. Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι. |
στοκάρω(store for later use) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκαλύπτωverbal expression (figurative (reveal, expose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The investigation laid bare the corruption by government officials. |
διεκδικώverbal expression (claim ownership of) (ιδιοκτησία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He laid claim to the house and the surrounding land. Διεκδίκησε το σπίτι και τη γη που το περιβάλλει. |
ισχυρίζομαι ότι/πωςverbal expression (assert [sth] about yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prudence laid claim to being the best singer in her family. |
ισχυρίζομαι πως κατέχωverbal expression (claim to have) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω τους κανόνεςverbal expression (enforce rules) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My mom laid down the law; if I choose to smoke I can't live at home. |
δίνω τη ζωή μου για κπ/κτverbal expression (die for a cause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some mothers would lay down their lives for their children. |
υπογραμμίζω, τονίζωverbal expression (stress, emphasize) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σεverbal expression (place paving slabs on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνω(spread [sth] across an even surface) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You must lay the book out flat in order to photocopy it well. |
ξαπλώνω(place [sb] in lying position) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctor told me to lay him flat on the ground so he could check his pulse. |
ξαπλώνω κπ κάτω(figurative, informal (knock [sb] over) (καθομιλουμένη) After the punch laid the boxer flat, the referee declared his opponent the winner. |
αγγίζωverbal expression (person: heal by touch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After the preacher laid hands on him he began to walk without his crutches. |
παίρνω κτ στα χέρια μουverbal expression (informal, figurative (obtain: [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll bring you that CD just as soon as I can lay my hands on it. |
την πέφτω σε κπ(informal (attack) (ανεπίσημο, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The attacker laid into his victim with several punches to the head. |
τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ(informal (criticize) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate laid into her husband for arriving late. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τουςverbal expression (informal, figurative (speak frankly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The CEO laid it on the line: "The business needs to reform or it will face dire consequences." |
κολακεύω/επαινώ υπερβολικάverbal expression (informal, figurative (compliment effusively) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He keeps telling me how fabulous I look; he's really laying it on thick and I am getting embarrassed. Μου λέει συνεχώς πόσο υπέροχη είμαι· πραγματικά με κολακεύει υπερβολικά και έχω αρχίσει να νιώθω αμηχανία. |
τα παραλέω, τα παραφουσκώνωverbal expression (figurative, informal (exaggerate to mislead) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the interview he laid it on thick how much past experience he had, which made me suspicious. |
τα παραλέωverbal expression (informal, figurative (exaggerate) (αποδοκιμασίας, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξουδετερώνωverbal expression (overcome, incapacitate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοπογραφίαnoun (geographical features) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When hillwalking, be guided by the lay of the land. |
κόβωverbal expression (slang (stop doing) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish my friends would lay off teasing me about my friendship with James. |
ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ(put on top) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He laid his coat on the arm of the chair. Ακούμπησε (or: έβαλε) το παλτό του στο μπράτσο της πολυθρόνας. |
θεραπεύω αγγίζονταςverbal expression (heal by touch) Jesus laid on hands and the blind man was able to see. |
επιτίθεμαι, πολιορκώverbal expression (attack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The German army laid siege to Stalingrad in August 1942. |
θέτω τις βάσεις/τα θεμέλιαverbal expression (prepare the ground or base) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) To build a house, you must first lay the foundation. |
κάνω προεργασίαverbal expression (figurative (do preparatory work) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The research from my dissertation laid the foundation for my first book. A good education can lay the foundation for a successful life. |
στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικόverbal expression (set: a scene) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He laid the scene for the audience with his description. Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του. |
θάβωverbal expression (euphemism (person: bury) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was laid to rest under the oak tree next to her husband. |
βάζω ένα τέλος σε κτverbal expression (figurative (rumours, etc.: end) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The politician wanted to lay the rumours about his private life to rest. |
ερημώνω, καταστρέφωverbal expression (devastate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The earthquake laid waste to the already devastated country. |
ανοίγω τα χαρτιά μουverbal expression (figurative (be frank) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's time for everyone to put their cards on the table. |
λωρίδα στάσηςnoun (UK (vehicle rest stop) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) There is a lay-by coming up in about one-hundred meters. |
λέι απ, lay upnoun (basketball shot) (σουτ στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The two points from the last lay-up helped them win the game. |
διακοπήnoun (journey: break) (για ταξίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καπαρωμένοςnoun ([sth] reserved by paying a deposit) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
προσδιορίζω, αναγνωρίζωverbal expression (figurative, informal (identify, determine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've just put my finger on why I find it so hard getting up in the morning: I hate my job! Μόλις προσδιόρισα γιατί βρίσκω τόσο δύσκολο να σηκωθώ το πρωί! Είναι γιατί μισώ τη δουλειά μου. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lay στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lay
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.