Τι σημαίνει το shock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shock στο Αγγλικά.

Η λέξη shock στο Αγγλικά σημαίνει πλήγμα, καταπληξία, δόνηση, δόνηση, συγκλονίζω, σοκάρω, σκανδαλίζω, τούφα, τράνταγμα, σοκάρω, απορροφώ κραδασμούς, παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα, περιορίζω οικονομική επιβάρυνση, αναφυλακτικό σοκ, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, πολιτισμικό σοκ, ηλεκτροπληξία, παθαίνω σοκ, με τινάζει το ρεύμα, που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, έκπληκτος, κατάπληκτος, θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα, απότομη προσγείωση, σηπτικό σοκ, μετατραυματικό σοκ, προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ, αμορτισέρ, σοκ και δέος, προκλητικός εκφωνητής, προκλητική εκφωνήτρια, θεραπεία με ηλεκτροσοκ, στρατεύματα επίθεσης, ωστικό κύμα, αναταραχή, σύνδρομο τοξικής καταπληξίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shock

πλήγμα

noun (emotional) (συναισθηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shock of her father's death really hurt her.
Το σοκ από τον θάνατο του πατέρα της την πλήγωσε βαθιά.

καταπληξία

noun (medical condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The patient is in shock from blood loss.
Ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση καταπληξίας λόγω της απώλειας αίματος.

δόνηση

noun (of explosion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The detonation of the charge caused a shock that could be felt miles away.
Η πυροδότηση της εκρηκτικής ύλης προκάλεσε δόνηση που έγινε αισθητή μίλια μακριά.

δόνηση

noun (of earthquake)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shock could be felt over many kilometres.
Η σεισμική δόνηση έγινε αισθητή πολλά χιλιόμετρα μακριά.

συγκλονίζω

transitive verb (emotional: upset) (προκαλώ ταραχή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news of her father's death shocked her.
Τα νέα για τον θάνατο του πατέρα της την σόκαραν (or: σοκάρισαν).

σοκάρω, σκανδαλίζω

transitive verb (scandalize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the senator took off his trousers, he shocked the entire legislature.
Όταν ο γερουσιαστής έβγαλε το παντελόνι του, σόκαρε ολόκληρο το νομοθετικό σώμα.

τούφα

noun (unruly mass of hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His face was surrounded by a shock of black hair.

τράνταγμα

noun (jarring impact)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shock of the collision was enough to write off both cars. The shock of their bodies colliding knocked both rugby players to the ground.

σοκάρω

intransitive verb (cause scandal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The news of corruption will shock mightily.

απορροφώ κραδασμούς

verbal expression (soften a physical impact)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Egg boxes absorb the shock of shipping so the eggs don't crack. The pile of pillows would absorb the shock from the fall.
Οι αυγοθήκες απορροφούν τους κραδασμούς της μεταφοράς και έτσι τ' αυγά δεν σπάνε.

παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα

verbal expression (figurative (take in bad news) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The telephone fell from her hand as she tried to absorb the shock of her father's death. I gave him a moment to absorb the shock from the bad news.

περιορίζω οικονομική επιβάρυνση

verbal expression (figurative (lessen a financial burden) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My pension fund took a beating in the stock market crash, but at least I had bank certificates to absorb the shock.
Το συνταξιοδοτικό μου ταμείο έπαθε μεγάλη ζημιά από το χρηματιστηριακό κραχ, αλλά τουλάχιστον είχα τα τραπεζικά ομόλογα για να περιορίσω την οικονομική επιβάρυνση.

αναφυλακτικό σοκ

noun (severe allergic reaction)

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

verbal expression (news: be unexpected)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since you are always late to work, it should not come as a shock that you would get fired.

πολιτισμικό σοκ

noun (anxiety in an unfamiliar culture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Moving from Chicago to a rural Mexican village was a real culture shock.

ηλεκτροπληξία

noun (electric current entering the body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παθαίνω σοκ

verbal expression (informal, figurative (be unpleasantly surprised)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I got a shock when I found your wife naked in my bed.

με τινάζει το ρεύμα

verbal expression (informal (feel jolted by electrical current) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always get a shock when I touch a car.

που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ

adjective (body: weak from trauma)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Patients who are in shock require immediate hospitalization.

έκπληκτος, κατάπληκτος

adjective (shocked, astounded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm still in shock after winning the lottery.

θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα

noun (historical (psychiatric treatment) (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απότομη προσγείωση

noun ([sth] unexpected, unpleasant) (μεταφορικά)

Many young people are in for a rude awakening when they leave home and have to start paying their own bills.

σηπτικό σοκ

noun (condition caused by blood poisoning)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετατραυματικό σοκ

noun (psychiatry: war trauma)

προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ

transitive verb (act of war: cause trauma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμορτισέρ

noun (makes vehicle ride more smoothly)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Riding on this bumpy road's teeth-jarring without good shock absorbers.

σοκ και δέος

noun (US (US military: use of extreme force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκλητικός εκφωνητής, προκλητική εκφωνήτρια

noun (informal (radio DJ: aims to offend)

θεραπεία με ηλεκτροσοκ

noun (colloquial (electroconvulsive treatment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The shock therapy did more harm than good.

στρατεύματα επίθεσης

plural noun (soldiers trained to attack)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ωστικό κύμα

noun (air pressure after explosion)

αναταραχή

noun (figurative, usually plural (violent disturbance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scandal sent shock waves through the whole community.

σύνδρομο τοξικής καταπληξίας

noun (serious bacterial infection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toxic shock syndrome can prove fatal if not detected in time.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shock

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.