Τι σημαίνει το shirt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης shirt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shirt στο Αγγλικά.
Η λέξη shirt στο Αγγλικά σημαίνει πουκάμισο, πουκάμισο, μπλούζα, πουκάμισο με κουμπιά στο κολάρο, καλό πουκάμισο, επίσημο πουκάμισο, βραδινό πουκάμισο, κιλίκιο, αυτοτιμωρία, καταστρέφομαι οικονομικά, διχτυωτό μπλουζάκι, δικτυωτό μπλουζάκι, αμάνικο μπλουζάκι, το πάνω της πιτζάμας, πόλο, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, μανίκι πουκαμίσου, διακοσμητικά τρουκς για τις κουμπότρυπες, άκρη πουκαμίσου, μακρινός, προσθήκη, μικρός, δικτυώνομαι, ζιβάγκο, σπορ πουκάμισο, ψώνιο, T-shirt, μπλούζα με V. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης shirt
πουκάμισοnoun (item of clothing) (με κουμπιά μπροστά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He put on a long-sleeve shirt and went to work. Φόρεσε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο και πήγε στη δουλειά. |
πουκάμισοnoun (formal menswear) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dress for the party is shirt and tie. Να φορέσεις πουκάμισο και γραβάτα για το πάρτι. |
μπλούζαnoun (blouse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do you have any pretty shirts in light blue? |
πουκάμισο με κουμπιά στο κολάροnoun (has buttons on collar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He's always neatly dressed in a freshly-pressed suit and a button-down shirt. |
καλό πουκάμισο, επίσημο πουκάμισο, βραδινό πουκάμισοnoun (men's formal long-sleeved shirt) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) For his wedding ceremony, he put on a dress shirt, cufflinks, and a bow tie. |
κιλίκιοnoun (religious: garment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτοτιμωρίαnoun (figurative (self-imposed punishment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Living without the woman he loved was Rick's hair shirt. |
καταστρέφομαι οικονομικάverbal expression (figurative (be ruined financially) |
διχτυωτό μπλουζάκι, δικτυωτό μπλουζάκιnoun (clothing: string vest) |
αμάνικο μπλουζάκι(sleeveless T-shirt) |
το πάνω της πιτζάμαςnoun (sleepwear: upper part) (για αντρική πιτζάμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόλοnoun (short-sleeved shirt with collar) (μπλούζα) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The team members were dressed in polo shirts. |
μπροστινό μέρος πουκαμίσουnoun (front part of a shirt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) While ironing the shirt front, I burned it. |
μανίκι πουκαμίσουnoun (arm of a shirt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After the fight, his shirt sleeve was torn. |
διακοσμητικά τρουκς για τις κουμπότρυπεςnoun (fastening on a formal shirt) (επίσημα αντρικά ενδύματα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άκρη πουκαμίσουnoun (bottom part of a shirt) (κυρίως η πίσω πλευρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακρινόςadjective (US, figurative (relative: distant) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσθήκηnoun (US, figurative (addition to news story) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρόςadjective (US, figurative (small, of little value) (μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δικτυώνομαιintransitive verb (US, figurative (use success or connections) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζιβάγκοnoun (US, AU (knit shirt with high collar) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σπορ πουκάμισοnoun (man's casual top) Are sports shirts allowed at the golf club? |
ψώνιοnoun (figurative, pejorative, informal (pompous person) (καθομιλουμένη, μτφ, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
T-shirtnoun (short-sleeved collarless top) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) In the summer I usually wear just shorts and a T-shirt. Το καλοκαίρι συνήθως φοράω μόνο ένα σορτς και ένα κοντομάνικο. |
μπλούζα με Vnoun (top with V-shaped neckline) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) These V-neck shirts are available in white or blue. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shirt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του shirt
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.