Τι σημαίνει το lining στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lining στο Αγγλικά.

Η λέξη lining στο Αγγλικά σημαίνει επένδυση, επένδυση, γραμμή, ευθεία, σειρά, γραμμή, σειρά, αράδα, γραμμή, γραμμή, γραμμή, σειρά, ουρά, σειρά, στίχος, συνοριακή γραμμή, σπάγκος, γραμμή, πετονιά, σχοινί, αγωγός, μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμα, ειρμός, πορεία, γενιά, οικογένεια, ατάκα, γραμμή, γραμμή, γραμμή, γραμμής, γραμμή, παραμύθι, γραμμή, ατάκα, γραμμή, λόγια, παρατάσσομαι, ρίχνω με ευθεία βολή, τραβάω γραμμές, επενδύω, καλύπτω εσωτερικά, επένδυση υποδήματος, θετική πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lining

επένδυση

noun (fabric on inside of garment, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lining of Ben's coat was too thin and it didn't keep him warm in the winter.
Η επένδυση στο παλτό του Μπεν ήταν πολύ λεπτή και δεν τον κρατούσε ζεστό τον χειμώνα.

επένδυση

noun (inside coating of container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pot had a Teflon® lining so that food wouldn't stick to it.
Η κατσαρόλα είχε επένδυση από Teflon® ώστε να μην κολλάει το φαγητό.

γραμμή

noun (drawn mark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He drew a curved line on the paper to show the shape.
Σχεδίασε μια καμπύλη γραμμή στο χαρτί για να δείξει το σχήμα.

ευθεία

noun (mathematics: continuous extent) (ίσια, χωρίς καμπύλες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plot the straight line and the circle on the same graph.
Σχεδιάστε την ευθεία γραμμή (or: ευθεία) και τον κύκλο στο ίδιο γράφημα.

σειρά

noun (row)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He planted a line of potatoes in the garden.
Φύτεψε μια σειρά πατάτες στον κήπο.

γραμμή, σειρά, αράδα

noun (row of letters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The paragraph takes up ten lines in the book.
Η παράγραφος πιάνει δέκα γραμμές (or: σειρές) στο βιβλίο.

γραμμή

noun (rail: between two points)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The local metro has two lines; Red and Green.
Το μετρό της περιοχής έχει δύο γραμμές: την κόκκινη και την πράσινη.

γραμμή

noun (company: shipping, bus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This bus line goes to many towns.
Το λεωφορείο αυτής της γραμμής πηγαίνει σε πολλές πόλεις.

γραμμή

noun (wrinkle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lines on her face have increased with age.
Οι γραμμές του προσώπου της αυξήθηκαν με τα χρόνια.

σειρά

noun (business: group of products)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company has a product line of mobile phones for consumers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η νέα σειρά προϊόντων αναμένεται να μας αποφέρει μεγάλα κέρδη.

ουρά, σειρά

noun (US (queue of waiting people, vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The line for tickets was too long, so we went somewhere else.
Η ουρά (or: σειρά) για τα εισιτήρια ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι πήγαμε κάπου αλλού.

στίχος

noun (song)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The verse has four lines and the chorus has two.
Το κουπλέ έχει τέσσερις στίχους και το ρεφρέν δύο.

συνοριακή γραμμή

noun (limit, frontier)

The line between North and South Korea is heavily militarized.
Η συνοριακή γραμμή (or: συνοριογραμμή) ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα είναι στρατιωτικοποιημένη.

σπάγκος

noun (thick cord)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need a thick line to tie up this box.
Χρειάζομαι ένα χοντρό σπάγκο, για να δέσω το κουτί.

γραμμή

noun (telephone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The line got disconnected and I called her back.
Κόπηκε η γραμμή και την ξαναπήρα τηλέφωνο.

πετονιά

noun (fishing cord)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He tossed the line to the deepest part of the river, trying to catch a fish.
Έριξε την πετονιά στο βαθύτερο σημείο του ποταμού προσπαθώντας να πιάσει ένα ψάρι.

σχοινί

noun (clothesline)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She hung the clothes on the line to dry.
Άπλωσε τα ρούχα στο σχοινί για να στεγνώσουν.

αγωγός

noun (pipes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sewage line got blocked and overflowed.
Ο αγωγός της αποχέτευσης έφραξε και ξεχείλισε.

μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμα

noun (informal (short message)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Drop me a line on Tuesday and we can talk about it then.
Άσε μου ένα μήνυμα (or: μηνυματάκι) την Τρίτη και θα τα πούμε τότε.

ειρμός

noun (thought, policy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His line of thought is consistent with that of the religious authorities.
Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών.

πορεία

noun (route, direction) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Follow the line of the mountains and you will get to the town.
Ακολούθησε την πορεία των βουνών και θα βρεθείς στην πόλη.

γενιά, οικογένεια

noun (beings with common ancestry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This line of kings dates back to the fourteenth century.
Αυτός ο βασιλικός οίκος χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.

ατάκα

noun (slang (prepared excuse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He tried to pick her up with the old line: "Have we met before?"
Προσπάθησε να την προσεγγίσει χρησιμοποιώντας την παλιά ατάκα: «Σε έχω ξαναδεί κάπου;»

γραμμή

noun (often plural (contour, design)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new car was admired for its beautiful curved lines.
Θαύμασαν το καινούριο αυτοκίνητο για τις ωραίες καμπυλωτές γραμμές του.

γραμμή

noun (military: fortifications)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The three lines of defence against the enemy didn't stop them.
Οι τρεις αμυντικές γραμμές κατά του εχθρού δεν ήταν αρκετές για να τον σταματήσουν.

γραμμή

noun (often plural (military: position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The youngest soldiers often end up on the front lines of the war.
Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

γραμμής

noun (business: operations managers) (αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will ask my line manager for her advice before talking to the boss.

γραμμή

noun (business: assembly line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The assembly line runs twenty-four hours a day, seven days a week.
Η γραμμή παραγωγής λειτουργεί όλη μέρα, κάθε μέρα.

παραμύθι

noun (informal (lie) (μτφ, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She fed me some line about the dog eating her homework.
Μου είπε ένα παραμύθι ότι ο σκύλος έφαγε την εργασία της.

γραμμή

noun (American football)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He plays on the offensive line, and protects the quarterback.
Παίζει στην επιθετική γραμμή και προστατεύει τον αμυντικό.

ατάκα

noun (actor: text to speak)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She kept forgetting the line she was supposed to say before her exit.
Ξεχνούσε συνεχώς την ατάκα που έπρεπε να πει πριν φύγει από τη σκηνή.

γραμμή

noun (railway: track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fallen tree on the line has delayed trains running between London and Manchester.

λόγια

plural noun (actor's words)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The actor lost his job because he couldn't remember his lines in the movie.
Ο ηθοποιός έχασε τη δουλειά γιατί δε θυμόταν τα λόγια του στην ταινία.

παρατάσσομαι

intransitive verb (take position)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please line up here and we will see you one at a time.
Παραταχθείτε εδώ και θα σας δούμε έναν-έναν.

ρίχνω με ευθεία βολή

transitive verb (baseball: hit a line drive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He lined the ball to center field and got to first base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

τραβάω γραμμές

transitive verb (mark with lines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher told the pupils to line their blank sheets of paper before writing on them.
Ο δάσκαλος είπε στους μαθητές να τραβήξουν γραμμές στα λευκά φύλλα χαρτιού πριν αρχίσουν να γράφουν.

επενδύω

transitive verb (add lining)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She lined the inside of the box with paper to protect the contents.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λέω να φοδράρω το παλτό που ράβω για να γίνει πιο ζεστό.

καλύπτω εσωτερικά

transitive verb (be lining)

The paper lined the sides of the box.
Το χαρτί κάλυπτε εσωτερικά τις πλευρές του κουτιού.

επένδυση υποδήματος

noun (foot covering worn inside a shoe)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θετική πλευρά

noun (figurative (positive aspect of [sth] bad)

Not many people came to the charity auction, but the silver lining was that we raised £11,000.
Δεν ήρθε πολύς κόσμος στη φιλανθρωπική δημοπρασία, αλλά η θετική πλευρά είναι ότι μαζέψαμε 11.000 λίρες.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lining

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.