Τι σημαίνει το situation στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης situation στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του situation στο Γαλλικά.

Η λέξη situation στο Γαλλικά σημαίνει κατάσταση, κατάσταση, τοποθεσία, θέση, θέση εργασίας, κατάσταση, κατάσταση, κρίσιμο σημείο, γενικό πλαίσιο, θέση, θέση, οικονομία, κωμωδία, επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση, δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση, επείγουσα ανάγκη, με ειδικές ανάγκες, που κάνει διακρίσεις εναντίον των ατόμων με αναπηρία, σε δύσκολη θέση, σε δύσκολη θέση, δεινά, δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση, που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του, αρνητικό, οικογενειακή κατάσταση, στο στοιχείο μου, ιδανική δουλειά, ενοχλητική κατάσταση, ιδιαίτερη περίπτωση, σταθερή περίοδος, επισφαλής κατάσταση, προϊστορία, πολυτάλαντος, τρέχουσα κατάσταση, τρέχουσα κατάσταση, παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, καυτή πατάτα, ασταθής κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες, αγχωτικός, κωμική σειρά, οικογενειακή κατάσταση, ταραγμένα νερά, δύσκολη κατάσταση, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, αντιστρέφω τους όρους, σώζω την παρτίδα, στριμώχνω, αποδυναμώνω, σε χειρότερη μοίρα, που βρίσκεται, σε απόγνωση, καζάνι, ατυχής περίπτωση, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, σε άσχημη κατάσταση, καμένο χαρτί, μεταστροφή, αντιστρέφω τους όρους, σε δύσκολη θέση, αγωνία, που έχει τον έλεγχο, η στιγμή της αλήθειας, αδιέξοδο, βρίσκομαι σε κατάσταση, βρίσκομαι σε θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης situation

κατάσταση

(συνθήκες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pouvez-vous me décrire la situation ? Combien de personnes étaient là-bas ?
Μπορείς να μου περιγράψεις την κατάσταση; Πόσοι άνθρωποι ήταν εκεί;

κατάσταση

(de crise) (κρίση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La situation au Moyen-Orient inquiète le monde entier.
Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έχει ανησυχήσει όλον τον κόσμο.

τοποθεσία, θέση

nom féminin (géographique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La situation géographique de la ville est assez favorable au tourisme.

θέση εργασίας

(professionnelle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Son mari a une très bonne situation dans cette firme.

κατάσταση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La situation s'aggrave.

κατάσταση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Υπάρχουν ευκαιρίες για κορίτσια που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση.

κρίσιμο σημείο

nom féminin (moment-clé)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Qu'est-il arrivé entre nous pour qu'aujourd'hui nous nous retrouvions dans une telle situation ?

γενικό πλαίσιο

O πολιτικός επέμεινε ότι οι πράξεις του ήταν δικαιολογημένες δεδομένου του γενικού πλαισίου.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Troy utilise sa position pour s'enrichir personnellement.
Ο Τρόι χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος.

θέση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le vote laisse certains législateurs dans une position (or: situation) étrange.

οικονομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'économie du pays était en croissance cette année.
Η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε φέτος.

κωμωδία

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sitcom populaire a finalement été annulé.

επείγουσα κατάσταση, έκτακτη κατάσταση

(περίσταση)

δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση

(figuré)

Jeff s'est fourré dans un drôle de pétrin.

επείγουσα ανάγκη

με ειδικές ανάγκες

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κάνει διακρίσεις εναντίον των ατόμων με αναπηρία

(néologisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε δύσκολη θέση

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avec sa voiture en panne et aucun moyen d'aller au travail, il s'est vraiment retrouvé dans le pétrin.

σε δύσκολη θέση

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous nous sommes retrouvés dans le pétrin quand nous avons raté notre train.

δεινά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Η Χάριετ δεν είχε χρήματα και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της την απειλούσε πως θα της έκανε έξωση. Όλοι έβλεπαν τον γολγοθά που περνούσε.

δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση

L'acheteur s'est rétracté, nous laissant dans une situation délicate.
Ο αγοραστής υπαναχώρησε και τώρα είμαστε σε δύσκολη θέση (or: δύσκολη κατάσταση).

που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του

(Scolaire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνητικό

οικογενειακή κατάσταση

Veuillez indiquer votre âge, votre niveau de revenus et votre état civil.
Παρακαλώ αναφέρετε την ηλικία, το επίπεδο εισοδήματος και την οικογενειακή σας κατάσταση.

στο στοιχείο μου

(Psychologie surtout)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιδανική δουλειά

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon ancien boulot était un cauchemar mais maintenant, j'ai un boulot idéal !

ενοχλητική κατάσταση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιδιαίτερη περίπτωση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταθερή περίοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επισφαλής κατάσταση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durant l'opération de la rate, les chirurgiens ont dit que c'était là une situation à haut risque.

προϊστορία

(d'une personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολυτάλαντος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρέχουσα κατάσταση

nom féminin

La situation actuelle est bien pire que ce que la presse laisse entendre.

τρέχουσα κατάσταση

nom féminin

παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καυτή πατάτα

(familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασταθής κατάσταση

nom féminin

δύσκολη κατάσταση

nom féminin

διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες

(néologisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγχωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κωμική σειρά

nom féminin

οικογενειακή κατάσταση

ταραγμένα νερά

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δύσκολη κατάσταση

nom féminin

La population de ce pays en guerre fait face à des situations désespérées.
Οι άνθρωποι αυτής της δοκιμαζόμενης από τον πόλεμο χώρας βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση.

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιστρέφω τους όρους

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σώζω την παρτίδα

locution verbale (μτφ: δίνω λύση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tim nous a sauvé la mise en nous prêtant sa voiture quand la nôtre était en réparation.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του.

στριμώχνω

(un peu familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδυναμώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σε χειρότερη μοίρα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ces gens ne sont pas dans une pire situation que nous.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι σε χειρότερη μοίρα από εμάς.

που βρίσκεται

locution adjectivale (για κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε απόγνωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand Jim a perdu son travail, il s'est trouvé dans une situation désespérée.

καζάνι

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tout s'est rapidement détérioré et a mené à une situation très délicate.

ατυχής περίπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maladie ne fera que s'aggraver...oui, c'est une bien triste situation.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John l'aurait mal pris si elle ne l'avait pas invité, mais si elle l'avait fait, Mary ne serait pas venue. C'était une situation inextricable.
Ο Τζον θα πληγωνόταν αν δεν τον καλούσε, αλλά αν το έκανε, δεν θα ερχόταν η Μαίρη. Ήταν στ' αλήθεια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

σε άσχημη κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dire que l'économie est dans une situation difficile est un euphémisme.

καμένο χαρτί

(pays, entreprise) (μεταφορικά: δεν έχει ελπίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταστροφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιστρέφω τους όρους

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε δύσκολη θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Μπιλ ήταν σε δύσκολη θέση επειδή χρώσταγε πολλά χρήματα σε πολλούς.

αγωνία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La situation en suspens de la scène tient les spectateurs en haleine.

που έχει τον έλεγχο

(d'une situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η στιγμή της αλήθειας

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ils se disputent souvent, mais dans une situation critique, ils font preuve d'une grande loyauté mutuelle.
Διαφωνούν πολύ, αλλά όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας είναι πολύ πιστοί ο ένας στον άλλο.

αδιέξοδο

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βρίσκομαι σε κατάσταση, βρίσκομαι σε θέση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À cause du désastre, l'organisation a été placée dans une telle situation qu'elle n'a pas pu payer pour le festival cette année-là.
Λόγω της καταστροφής, ο οργανισμός βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας να πληρώσει το φεστιβάλ φέτος.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του situation στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του situation

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.