Τι σημαίνει το smallest στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης smallest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smallest στο Αγγλικά.
Η λέξη smallest στο Αγγλικά σημαίνει μικρός, μικρός, μικρός, μικρός, μικρός, τυχαίος, σε μικρά κομμάτια, οι φτωχοί, οι άποροι, εσώρουχο, ένα μικρό ποσοστό, ένα μικρό ποσοστό, θερμίδα, extra small, ψιλά γράμματα, μικρά γράμματα, ελαφρώς, σε μικρές δόσεις, τις μικρές ώρες, πιάνω κουβέντα, σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφία, όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση, λίγο, πιστόλια, βαρελάκι, μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων, ελαφριά μπύρα, ασήμαντος, αγοράκι, μικρή επιχείρηση, μικροεπιχειρηματίας, μικροεπιχειρηματίας, ελάχιστες πιθανότητες, ψιλά, ψιλά, Ειρηνοδικείο, μικρή εταιρεία, μικρό διαμέρισμα, παιδί, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, ξημέρωμα, λεπτό έντερο, μέση, κάτι ασήμαντο/αμελητέο, μικρά γράμματα, ψιλά γράμματα, μικρό μέγεθος, μικρό μέγεθος, ψιλοκουβέντα, μικρός κόσμος, μικρόσωμος, στενόμυαλος, μικρής κλίμακας, ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόραση, ερασιτέχνης, μικροαπατεώνας, επαρχιώτικος, χωριάτικος, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης smallest
μικρόςadjective (not big in size) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He used a small spoon to stir his coffee. Χρησιμοποίησε ένα μικρό κουτάλι για να ανακατέψει τον καφέ του. |
μικρόςadjective (modest in scale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We're thinking of a small product launch, not a national campaign. Σκεφτόμαστε να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του προϊόντος, όχι μια εκστρατεία σε εθνικό επίπεδο. |
μικρόςadjective (not significant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That investment only gave a small return; we should invest elsewhere. Η επένδυση αυτή απέδωσε μόνο μικρό κέρδος. Καλύτερα να επενδύσουμε αλλού. |
μικρόςadjective (letter: lowercase) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many people forget to capitalize some names and write them all in small letters. Πολλοί άνθρωποι ξεχνούν να χρησιμοποιήσουν κεφαλαία για κάποια ονόματα και τα γράφουν όλα με μικρά (or: πεζά). |
μικρόςadjective (slight) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is only a small chance of rain this afternoon. Υπάρχει μόνο μικρή πιθανότητα βροχής σήμερα το απόγευμα. |
τυχαίοςadjective (figurative (unimportant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was just a small country baker, but he was well-respected. |
σε μικρά κομμάτιαadverb (into small pieces) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) You need to cut up the meat small for the stew. Πρέπει να ψιλοκόψεις το κρέας για το στιφάδο. |
οι φτωχοί, οι άποροιplural noun (people without wealth) This government does not seem to care about the small. |
εσώρουχοplural noun (UK (underwear) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Have you seen her smalls on the washing line? All red and silky! |
ένα μικρό ποσοστόnoun (relatively small quantity of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ένα μικρό ποσοστόnoun (relatively few) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Competition for positions at the school is fierce; the university accepts only a small percentage of applicants each year. |
θερμίδαnoun (unit of energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In science, heat is measured in calories. |
extra smalladjective (clothing size: XS, smallest) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ψιλά γράμματαnoun (figurative (terms and conditions) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If only I'd read the fine print, I wouldn't have lost so much money. |
μικρά γράμματαnoun (text printed in small font) The fine print's too hard for me to read due to my bad eyesight. |
ελαφρώςadverb (slightly, somewhat) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Being suspended from school has actually improved his behaviour in a small way. |
σε μικρές δόσειςadverb (figurative (a little at a time) (μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I don't mind opera as long as it's in small doses. |
τις μικρές ώρεςadverb (very early in the morning) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κουβένταverbal expression (chat, converse about trivial subjects) (έναρξη συζήτησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm no good at making small talk at parties. |
σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφίαadverb (in miniature) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The model showed New York City on a small scale. |
όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκτασηadverb (not extensively) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He started selling watches on a small scale, then increased his business. |
λίγοnoun (little bit) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You should only eat a small amount of salt per day. |
πιστόλιαnoun (handguns) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The gang carrying small arms terrorised the crowd. |
βαρελάκιnoun (keg for holding liquid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The small barrels contain the most expensive wine. |
μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενωνnoun (spare or guest room) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll make up the bed in the small bedroom for you. Θα σου στρώσω το κρεβάτι στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων. |
ελαφριά μπύραnoun (weak beer) |
ασήμαντοςnoun (UK, figurative, uncountable, slang ([sth] or [sb] of little importance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγοράκιnoun (young male child) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The small boy gazed at the toy display. |
μικρή επιχείρησηnoun (company with few employees) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Small businesses are allowed special loan rates. |
μικροεπιχειρηματίαςnoun (owner of small company) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Small businessmen have been very hard hit by the slump. |
μικροεπιχειρηματίαςnoun (female owner of small company) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελάχιστες πιθανότητεςnoun (little probability) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maybe you'll win in lottery - it's really a small chance, but it's still a chance. |
ψιλάnoun (loose coins) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ψιλάnoun (figurative (inconsequential amount of money) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Ειρηνοδικείοnoun (hears claims for small sums) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικρή εταιρείαnoun (company with few employees) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ours is a small firm with only 4 employees. |
μικρό διαμέρισμαnoun (UK (little apartment) We would've liked a house but we could only afford a small flat. |
παιδίnoun (slang (child) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hello, small fry, what did you do at school today? |
κάτι ασήμαντο/αμελητέοnoun (slang ([sb], [sth] unimportant) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That big company doesn't have time to waste on small fry like us. |
ξημέρωμαplural noun (pre-dawn) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεπτό έντεροnoun (upper part of the gut) (ιατρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A tumor was removed from the wall of the small intestine. Αφαιρέθηκε ένας όγκος από το τοίχωμα του λεπτού εντέρου. |
μέσηnoun (lower part of the back) She was hurting in the small of her back, just above the tailbone. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με πονάει η μέση μου, μπορείς να με τρίψεις λίγο; |
κάτι ασήμαντο/αμελητέοnoun (figurative, slang ([sth] insignificant) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Compared to what you did last week, this is just small potatoes. |
μικρά γράμματαnoun (text in a small font) The small print on this packet is difficult to read. |
ψιλά γράμματαnoun (figurative (terms and conditions) (μεταφορικά) Make sure you read the small print before you sign the contract. |
μικρό μέγεθοςnoun (small dimensions) |
μικρό μέγεθοςnoun (clothing: smaller cut) |
ψιλοκουβένταnoun (chitchat, trivial conversation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's no time for small talk - we have important business to discuss! Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε! |
μικρός κόσμοςnoun (theory of interconnectedness) |
μικρόσωμοςadjective (person: petite) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στενόμυαλοςadjective (petty, insular) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρής κλίμακαςadjective (limited scope) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ώρα μπροστά στη μικρή οθόνη, ώρα μπροστά στην τηλεόρασηnoun (leisure time spent watching TV) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερασιτέχνηςadjective (informal (minor, amateur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Although he had big dreams, Alan was just a small-time crook. |
μικροαπατεώναςnoun (minor thief, robber) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hugh was just a small-time crook until he met Pete. |
επαρχιώτικος, χωριάτικοςadjective (pejorative (provincial, unenlightened) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέροςadverb (slightly, a little) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέροςadverb (slightly, a little) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I am to a small extent sympathetic to their problems. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smallest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του smallest
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.